Τα Μονοπάτια των Μαστόρων - Μια ποδηλατική περιπέτεια στη Μόλιστα

Του Αλέξανδρου Σεργιάννη

Τα Μαστοροχώρια είναι ομάδα ορεινών οικισμών που βρίσκονται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ιωαννίνων στην περιοχή βόρεια της πόλης της Κόνιτσας, οι κάτοικοι των οποίων στο παρελθόν ασχολούνταν κυρίως με την τέχνη της πέτρας.


Οι ντόπιοι μάστορες έχτισαν πλήθος έργα (πέτρινα γεφύρια, εκκλησίες, δημόσια κτήρια, κατοικίες) σε ολόκληρη την Ελλάδα, τα Βαλκάνια αλλά και χώρες όπως η Αιθιοπία, η Περσία και η Αμερική. Εργάζονταν σε ομάδες, τα επονομαζόμενα  «μπουλούκια» ως επί το πλείστον μακριά από τον τόπο τους, απουσιάζοντας για πολλούς μήνες κάθε χρόνο από τα χωριά τους.
 

 

Οι κάτοικοι των χωριών αυτών προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους για μετακίνηση και επικοινωνία μεταξύ τους αλλά και με τον «έξω» κόσμο, ανέπτυξαν ένα δίκτυο  πετρόχτιστων μονοπατιών (γκαλντερίμια) και γεφυριών σε συνδυασμό με κάποια ορεινά μονοπάτια.

Τα μονοπάτια αυτά με το πέρασμα των χρόνων και με τη διάνοιξη δρόμων, πέρασαν στη λήθη και εκτός από κάποια μικρά κομμάτια τα οποία συνήθως οδηγούν σε κάποιο κοντινό στα χωριά ξωκλήσι, απέμειναν να αναφέρονται σε διηγήσεις των γηραιότερων.

Συζητώντας για τοποθεσίες και μονοπάτια ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό πρότεινα στον φίλο και συμποδηλάτη Χάρη Θεοδωρόπουλο ο οποίος είναι ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Ορεινής Ποδηλασίας (Ε.Ε.Ο.Π.) να οργανώσουμε μια εκδρομή στα χωριά αυτά ώστε να εξερευνήσουμε το δίκτυο ορεινών μονοπατιών που υφίσταται, να καταγράψουμε ότι μπορέσουμε ώστε η γνώση να είναι διαθέσιμη και σε άλλους που πιθανά να θελήσουν να επισκεφθούν την περιοχή, και να περάσουμε καλά κάνοντας αυτό που μας αρέσει.   

Μετά από αρκετό καιρό που η ιδέα αυτή τριγυρνούσε στο μυαλό μας, στις αρχές του Μαΐου καταφέραμε να ξεκλέψουμε λίγο χρόνο από τις δουλειές και τις οικογενειακές μας υποχρεώσεις και να επισκεφθούμε τα χωριά Μόλιστα, Γανναδιό και Μοναστήρι.

Τα χωριά αυτά είναι χτισμένα στους πρόποδες του Σμόλικα και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους είναι ότι απέχουν μόλις 1 χιλιόμετρο περίπου το ένα από το άλλο, γεγονός που βοήθησε στην ανάπτυξη αρκετών μονοπατιών που εξυπηρετούσαν την μεταξύ τους επικοινωνία.

Το περιβάλλον σε προδιαθέτει θετικά καθώς βρίσκεσαι σε υψόμετρο περίπου 900 μέτρων σε μία περιοχή με πολύ πλούσια χλωρίδα και πανίδα όπου το έλατο κυριαρχεί και η απουσία της οποιαδήποτε όχλησης προερχόμενης από τον άνθρωπο επιτρέπει στον επισκέπτη να αφουγκραστεί τους ήχους της φύσης.

Η πρώτη μέρα ξεκίνησε με την εξερεύνηση κάποιων κοντινών μονοπατιών καθώς θέλαμε να βρούμε έναν τρόπο να συνδέσουμε τα μικρά υφιστάμενα μονοπάτια σε ένα μεγαλύτερο ή τέλος πάντων να βρούμε έναν τρόπο να φτιάξουμε μια χορταστική διαδρομή με όσο το δυνατόν μικρότερα συνδετικά τμήματα.

Ανεβήκαμε λοιπόν στο ύψωμα του Αϊ-Λιά πάνω από το Γανναδιό μέσω του δασικού που ξεκινάει πίσω από το σχολείο του χωριού και αφού αγναντέψαμε τη θέα, ξεκινήσαμε να κατηφορίσουμε δυνατά. Η διαδρομή είναι αρκετά σύντομη καθώς αρκούν δύο με δυόμιση λεπτά για να κατεβεί κάποιος ένα σχετικά ομαλό double track με κάμποσες φουρκέτες και να ξαναβγεί στο δημόσιο δρόμο.

Δεύτερο μέρος της διαδρομής αποτελεί η μικρή ανάβαση στο ύψωμα της Τζαντόρας διάρκειας 5 λεπτών, με τα ποδήλατα επ’ ώμου λόγω της μεγάλης κλίσης, όπου εκεί υπάρχει ένα κιόσκι από το οποίο μπορεί κανείς να αγναντεύει μεγάλο μέρος των γύρω ορεινών όγκων καθώς και την κοιλάδα του Σαρανταπόρου ποταμού. Από εκεί χωνόμαστε στο δάσος και κινούμενοι παράλληλα με την κορυφογραμμή, κάνουμε ένα μονοπάτι (singletrack) μήκους περίπου 1 χιλιομέτρου με εκπληκτική ροή (flow) και μερικά τεχνικά περάσματα που ενώ δεν είναι μεγάλης δυσκολίας θέλουν τον τρόπο τους. Το μονοπάτι αυτό καταλήγει στο Λινίκου τοποθεσία στην οποία είναι τοποθετημένος ένας μεταλλικός σταυρός στην άκρη της κορυφής δίπλα στην υψομετρική στήλη της γεωγραφικής υπηρεσίας του Στρατού.

Επιστροφή από το ίδιο μονοπάτι και στρίβουμε δεξιά σε ένα παρακλάδι που μας βγάζει σε μία πιο απότομη πλαγιά με δύο πολύ τεχνικά switchbacks και με έξοδο πάλι πάνω στην άσφαλτο.

200 μέτρα πετάλι στην ασφάλτινη ανηφόρα μας οδηγούν στην αρχή του επόμενου μονοπατιού. Είναι το μονοπάτι που ξεκινάει από το σχολείο του Γανναδιού και κατεβαίνει στη Μόλιστα. Πρόκειται για τμήμα από το παλιό γκαλντερίμι που συνέδεε τα χωριά με τον κεντρικό δρόμο και ενώ είναι αρκετά ήπιο, στο σύνολό του επιτρέποντας αρκετά υψηλές ταχύτητες, στο τελείωμα του έχει δύο πολύ τεχνικά switchbacks που θέλουν μελέτη για να βγούνε.

Η έξοδος και αυτού του μονοπατιού μας οδηγεί στην άσφαλτο όπου και πάλι και μετά από 30 μέτρα ανηφόρα, μπαίνουμε στο χωριό της Μόλιστας διασχίζοντας το χωριό ανάμεσα από τα σπίτια του, οδηγούμαστε σε ένα δασικό που ανεβαίνει προς το τρίτο χωριό – το Μοναστήρι. Στην είσοδο του χωριού κάνουμε αριστερά και 60 μέτρα μετά, στην δεύτερη φουρκέτα συναντάμε την είσοδο του μονοπατιού της Παναγίας Γιόγκου. Γρήγορο μονοπάτι με σχετικά πιο πυκνή βλάστηση και ένα κομμάτι με σαθρή πέτρα προς το τέλος που το κάνει αρκετά απαιτητικό.

Η έξοδος του μονοπατιού μας βγάζει ξανά στο χωριό της Μόλιστας και δίπλα στην πηγή «Σιόπιτο» και μέσα από τα γκαλντερίμια του χωριού καταλήγουμε στην βρύση του Αγ. Νικολάου που το τρεχούμενο νερό της μας ξεδιψάει.

Αφήνουμε τα ποδήλατά μας και ξαναπαίρνουμε πεζοί το δρόμο προς το μονοπάτι στο Λινίκου όπου αυτή τη φορά αφού φτάσουμε στο σταυρό, κόβουμε δεξιά προς τα κάτω και μπαίνουμε σε ένα φαινομενικά παλαιότερο μονοπάτι που εμφανίζεται να είναι αρκετά καλοδιατηρημένο παρά το ότι μάλλον κανείς δεν το έχει περπατήσει εδώ και αρκετό καιρό.

Καθώς δεν είμαστε σίγουροι που θα μας βγάλει, περπατάμε προσεκτικά και μετά από 20 λεπτά περίπου συναντάμε ένα κομμάτι από γκαλντερίμι.
Ενθουσιασμένοι το γεγονός ότι συναντήσαμε γκαλντερίμι τόσο μακριά από τα χωριά, μας δίνει κουράγιο να συνεχίσουμε την εξερεύνηση καθώς πλέον είμαστε σίγουροι ότι το μονοπάτι θα βγάζει σε κάποιο κεντρικό σημείο τουλάχιστον.

Μετά από λίγο συναντάμε το ξωκλήσι του Αγ. Νικολάου που δυστυχώς είναι στα όρια της εγκατάλειψης και μετά από μια σύντομη στάση συνεχίζουμε να κατεβαίνουμε.

Καταφέρνουμε μετά από λίγο να φτάσουμε στον Εθνικό δρόμο και εκεί να τελειώσουν τα «βάσανά» μας και η μάχη με τα κλαδιά.
Το μονοπάτι αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό ποδηλατίσιμο από αναβάτες με σχετική εμπειρία και το μόνο που χρειάζεται είναι ένας ελαφρύς καθαρισμός από κλαδιά και από κάποιες πέτρες οπότε παρά την κούραση είμαστε πολύ χαρούμενοι για την ανακάλυψη.

Εδώ μπαίνει στο παιχνίδι και η βοήθεια του uplift καθώς παρότι είμαστε πεζοί, δεν έχουμε κουράγιο να ανεβούμε 5 χιλιόμετρα με τα πόδια για να ξαναβρεθούμε στο χωριό κι έτσι με ένα τηλέφωνο η βοήθεια καταφθάνει άμεσα.

Στην επιστροφή μας περιμένει φρεσκοκομμένη σαλάτα με ντόπια υλικά από τους κήπους του χωριού, μοσχαράκι κοκκινιστό με ρύζι και παραδοσιακή σπανακόπιτα. Ότι πρέπει για αποθεραπεία.

Η επόμενη μέρα μας βρίσκει να ξεκινάμε για μια πιο απαιτητική διαδρομή με πολλά υψομετρικά. Ξεκινάμε από τη Μόλιστα και κατευθυνόμαστε μέσω δασικού στο Μοναστήρι. Περνάμε μέσα από τα γκαλντερίμια του χωριού και ακολουθώντας το πλακόστρωτο μονοπάτι, φτάνουμε στην Μονή που είναι αφιερωμένη στα Εισοδεία της Θεοτόκου και βρίσκεται πάνω από το χωριό. Ανηφορίζουμε τον δασικό με τις μεγάλες κλίσεις να δοκιμάζουν τις αντοχές μας και μερικές φορές να μας αναγκάζουν να σταματάμε για ανάσες.

Η συζήτηση περιστρέφεται και σε ποδηλατικά θέματα, κυρίως στα περί μετάδοσης και μονόδισκου έναντι διπλού ελέω της ανηφόρας.
Μετά από αρκετή προσπάθεια φτάνουμε στον Αϊ-Θόδωρο, ένα μικρό εκκλησάκι στα 1067 μέτρα υψόμετρο και μετά από μία μικρή στάση συνεχίζουμε ανηφορικά μέχρι τα 1200 περίπου.

Εκεί ο δασικός ακολουθεί δύο κατευθύνσεις με εμάς να ακολουθούμε την αριστερόστροφη πορεία που θα μας βγάλει πίσω από το βουνό και θα μας περάσει ξανά πάνω από τη Μόλιστα και το Γανναδιό. Φτάνοντας στην κορυφή, σταματάμε να χαζέψουμε το αλπικό τοπίο και να βγάλουμε μερικές φωτογραφίες. Φοράμε τις προστασίες μας και ξεκινάμε την μεγάλη κατάβαση η οποία μέσω του δασικού θα μας βγάλει στην είσοδο του χωριού της Πουρνιάς. Από εκεί ακολουθούμε την άσφαλτο κατηφορίζοντας προς τον Εθνικό δρόμο και μετά από 1 χιλιόμετρο περίπου, αφήνουμε τον Εθνικό δρόμο πίσω μας και ανηφορίζουμε ξανά για τη Μόλιστα που βρίσκεται 4 χιλιόμετρα μετά. Το uplift είναι προτιμητέο σε αυτή την περίπτωση αλλά μιας και δεν ήταν διαθέσιμο αναγκαστήκαμε να κάνουμε λίγο πετάλι παραπάνω.

Φτάνουμε κατάκοποι από την κούραση στο Γανναδιό και καθόμαστε κάτω από τον υπεραιωνόβιο πλάτανο ακριβώς τη στιγμή που οι πρώτες αστραπές σχίζουν τον απογευματινό ουρανό. Ο Βασίλης – πρώην Σεφ σε μεγάλα αθηναϊκά ξενοδοχεία και τωρινός διαχειριστής του κοινοτικού καφενείου – μας περιμένει με ένα τσιπουράκι και εισαγωγικό μεζέ και αμέσως μετά ακολουθούν μερίδες γεμιστό μπιφτέκι με φρέσκιες πατατούλες και σαλάτα από τον κήπο. Καταβροχθίζουμε το πεντανόστιμο φαγητό μας και απολαμβάνουμε την μπυρίτσα μας υπό βροχή και με τις μυρωδιές της άνοιξης να πλημμυρίζουν τον τόπο.

Το βραδάκι ξαναμαζευόμαστε στο καφενείο για κανα τσιπουράκι και κουβεντούλα. Η ξακουστή φιλοξενία των ντόπιων δεν μας αφήνει να φύγουμε προτού μας κεράσουν όλες οι παρέες, αναγνωρίζοντας το θάρρος μας να κάνουμε όλη αυτή τη διαδρομή με τα ποδήλατα.
Η επόμενη μέρα μας βρίσκει να ετοιμαζόμαστε για επιστροφή με βαριά καρδιά αλλά γεμάτοι από τις όμορφες εικόνες και στιγμές που περάσαμε σε δύο γεμάτες μέρες και με την υπόσχεση ότι θα το επαναλάβουμε σύντομα και με μεγαλύτερη παρέα.

 

 

Molista MTB III - The Stone Craftsmens' Trails from Alexandros Sergiannis on Vimeo.