Μαστοσοχώρια Γράμμου - Πέτρινη μεθόριος

Ταξιδεύουμε κατά μήκος του ποταμού Σαραντάπορου, για να ψηλαφήσουμε τα αδρά πέτρινα τοπία του Γράμμου και των χωριών του. Ανακαλύπτουμε την ιστορία των πετράδων, ακούμε διηγήσεις για τα πέτρινα χρόνια του Εμφυλίου και παίρνουμε απλά μαθήματα ζωής από τη μαστορική τέχνη: για το αναγκαίο και το απαραίτητο.
Η διαδρομή από την Κόνιτσα προς την Κοζάνη είναι μαγευτική. Μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο, με τη συνεχή παρουσία του ποταμού Σαραντάπορου, ακολουθώ τις νωχελικές στροφές με προορισμό τη Μόλιστα. Ενα χωριό με τρεις γειτονιές μέχρι το 1926, που σήμερα αποτελούν τρία ξεχωριστά χωριά: Μοναστήρι, Μόλιστα, Γαναδιό. Κατάφυτα, το ένα ομορφότερο από το άλλο, διασώθηκαν αρχιτεκτονικά -όπως λένε οι ντόπιοι- γιατί εγκαταλείφτηκαν.

Εκείνο πάντως που θα κέρδιζε στο διαγωνισμό ομορφιάς όλης της περιοχής της Κόνιτσας είναι το Γαναδιό. Ευλογημένο από τη φύση, αλλά και... τις πολιτικές αποφάσεις, ανακηρύχτηκε το 1977 διατηρητέο και έτσι κανείς δεν μπορεί να του κλέψει τον τίτλο. Το Σχολαρχείο, το Παρθεναγωγείο, το σπίτι του μεγάλου ευεργέτη Ξινού δεν είναι ανάγκη να σου τα υποδείξει κάποιος, είναι σίγουρο ότι θα τα ξεχωρίσεις. Απολαυστική η βόλτα στα στενοσόκακα αλλά και η κατάληξη στο καφενείο, που η κυρία Βάσω κρατάει πάντα ανοιχτό, παρά τους λιγοστούς κατοίκους.

«Ο προπάππους μου ξεκίνησε καβάλα στο άλογο να βρει το Βουκουρέστι. Οπως και πολλοί άλλοι», μου διηγείται η Ειρήνη Βαλσαμή, την οποία βρίσκω στο καφενείο. Το Δημοτικό το τελείωσε στο Γαναδιό, στη συνέχεια όμως ακολούθησε το μεταναστευτικό ρεύμα της γενιάς της και σήμερα ζει τον περισσότερο καιρό στην Αθήνα. «Ολα αυτά τα δάση σήμερα ήταν τότε βοσκότοποι και χωράφια. Ομως η γη δεν έδινε ψωμί. Αν δεν ταξίδευαν αυτοί οι άνθρωποι, δεν θα επιβίωναν. Εβγαζαν χρήματα και όλοι έστελναν λεφτά στον τόπο. Μέχρι το '50 το Γαναδιό είχε 2 μπακάλικα, 2 χασάπικα, 1 φαρμακείο. Μετά ήρθαν τα γεγονότα στην Ευρώπη και επέστρεψαν όλοι οικονομικά κατεστραμμένοι. Ακολούθησε ο πόλεμος και το '60 άρχισε η μεγάλη μετανάστευση πια για την Αυστραλία και τη Γερμανία».

Επόμενη στάση στην Καστανέα ή Καστάνιανη, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Ο τίτλος της ομορφότερης θέας τής ανήκει επάξια. Το χωριό, αφανές από τον κεντρικό δρόμο, σε κερδίζει με την πρώτη ματιά. Χτισμένο στις δύο πλαγιές της ρεματιάς -μάλιστα οι ντόπιοι λένε ότι η βορινή με τη νότια πλαγιά έχουν διαφορά θερμοκρασίας τρεις βαθμούς-, χρειάζεται να το ανεβοκατέβεις πολλές φορές για να ανακαλύψεις τα μυστικά του: τα τέσσερα μονότοξα γεφύρια του, την πλατεία με το σχολείο και την εκκλησία και το αρχοντικό του Γκόσιου. Δυστυχώς, οι τοπικές αντιδράσεις δεν επέτρεψαν το χαρακτηρισμό του ως διατηρητέου και έτσι το μέλλον του κρίνεται αβέβαιο.

Οι μάστοροι που έκτισαν τον κόσμο όλο

Από την Αμερική μέχρι την Περσία και την Αιθιοπία θα πρέπει να ταξιδέψει κανείς για να θαυμάσει τη δεξιοτεχνία των μαστόρων του Γράμμου. Ευτυχώς, όμως, ο τόπος που τους γέννησε αναδίδει ακόμα το μεγαλείο της τέχνης τους. Ο ποταμός Σαραντάπορος με οδηγεί από χωριό σε χωριό και σειρά έχει η Πυρσόγιαννη. Χωρίς να λείπουν οι «μεταμοντέρνες» επεμβάσεις, η δεξιοτεχνία και η πλούσια φαντασία των πιο διάσημων από όλους τους μαστόρους, των Πυρσογιαννιτών, ξεδιπλώνεται σε κάθε γωνιά. Σε σταλακτίτες και φαλτσογωνιές, σε μπαλκόνια και γεισώματα με κάθετα πέτρινα φουρούσια, σε καμάρες και παράθυρα. Η Πυρσόγιαννη είναι σήμερα η έδρα του δήμου. Πέρα από την έδρα της συνοριοφυλακής και των δημοτικών αρχών, τον καίριο ρόλο της θα μαρτυρούσαν και άλλα πράγματα, αν δεν είχαν μείνει απλώς στα σχέδια: το Μουσείο Ηπειρωτών Μαστόρων, που βρίσκεται εδώ και χρόνια ένα βήμα πριν από την πραγματοποίησή του, η Σχολή Μαστόρων, η οποία, αν δημιουργούνταν, θα αναβίωνε την τέχνη.

«Δεν είχε δίπλωμα το επάγγελμα το δικό μας. Με τη φήμη σου δούλευες», μου υπογραμμίζει ο 89χρονος μάστορας Γιάννης Περόνης, καθώς απολαμβάνει τον πρωινό καφέ του στο καφενείο Κόκα Καρυά. «Το 1938 άρχισα να δουλεύω, ετών 17. Πήγα κοντά στον πατέρα μου, για να λιγοστέψει το ψωμί στο σπίτι. Από τη Θράκη όπου ήμασταν μέχρι που έπιασε ο πόλεμος, μετά βρεθήκαμε στην πρώτη ανοικοδόμηση». Συντροφιά του βρίσκεται άλλος ένας από τους τελευταίους εν ζωή μάρτυρες της μαστορικής τέχνης, ο 84χρονος Σπύρος Βαλντάς. «Από μικρά παιδιά φτιάχναμε καλυβάκια, έπιαναν τα χέρια μας σιγά-σιγά. Και σχολείο πήγαμε όλοι ανεξαιρέτως. Οι δάσκαλοι ξέρανε και έδιναν βάση στα μαθηματικά. Μέχρι να κυβίζουμε το πηγάδι μαθαίναμε». Την πραγματική δουλειά όμως τη μάθαιναν κάτω από το λιοπύρι, υπό το βλέμμα των εμπειρότερων συγγενών. «Στην τοιχοποιία δουλεύαμε ζευγάρι. ''Πώς λένε η γυνή να φοβήται τον άντρα, ο μέσα να φοβάται τον έξω'', έλεγε ο πατέρας μου, γιατί αυτός που έχτιζε το έξω έβαζε διπλάσια δουλειά», μου λέει χαμογελαστός ο κύριος Σπύρος.

«Από το '50 πιάσαμε τα τσιμέντα, τα τούβλα, τις κολόνες. Προσαρμοστήκαμε», παραδέχονται οι δύο παλιοί κτιστάδες. Το επάγγελμα των μαστόρων μετά από τέσσερις αιώνες ζωής άρχισε να σβήνει. Ολη η κοινωνία άλλαξε. Τα γυναικοκρατούμενα χωριά βρήκαν πάλι τους αφεντάδες τους, οι μάστορες άρχισαν να δουλεύουν ο καθένας μόνος του, τα κουδαρίτικα, η ιδιότυπη γλώσσα των μαστόρων, πέρασε στα χρονικά των βιβλίων και τα παιδιά των μαστόρων «όλα στη σειρά τη δικιά μας σπούδασαν, έφυγαν, τα χωριά ερήμωσαν», λέει ο κύριος Γιάννης.

Ολα τα χωριά του Γράμμου είχαν μαστόρους, όμως το καθένα συνόδευε η ξεχωριστή του φήμη. «Η Καστάνιανη φημιζόταν για τους πελεκάνους, η Βούρμπιανη είχε λασπάδες, η Σέλτση (σήμερα Οξυά) είχε μαραγκούς, το Λησκάτσι (σήμερα Ασημοχώρι) και το Τούρνοβο (σήμερα Γοργοπόταμος) είχαν ξυλογλύπτες, στους Χιονιάδες ήταν αγιογράφοι και ζωγράφοι, στο Πληκάτι και το Κάντσικο (σημερινή Δροσοπηγή) υπήρχαν επίσης πολλοί μαστόροι», μου απαριθμεί τις ειδικότητες ο κύριος Σπύρος.

Για το ποιο χωριό είχε τους καλύτερους μαστόρους, η Πυρσόγιαννη ή η Βούρμπιανη, οι ντόπιοι ακόμα συνεχίζουν να ξεσυνερίζονται στα καφενεία. Στο καφενείο του μπαρμπα-Τόλη στη Βούρμπιανη, ένας θαμώνας τον πειράζει: «Στο σχολείο ρωτάει ο δάσκαλος τα παιδιά ποιος έφτιαξε τον κόσμο. Οι Πυρσογιαννίτες, λέει το παιδί, και οι Βουρμπιανίτες κουβαλούσαν λάσπη». Παρά τις κακές γλώσσες, το χωριό φημίζεται για τους άξιους μαστόρους του, οι οποίοι συμμετείχαν σε σπουδαία έργα, όπως στο γεφύρι της Κόνιτσας, αλλά και σε εργασίες στη Βουλή και στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Σήμερα έχει μείνει το ένα τέταρτο από τον αρχικό οικισμό και τίποτα δεν θυμίζει την περίοδο που «στα Γιάννενα έβγαιναν τέσσερις επιτάφιοι και εδώ έβγαιναν πέντε», όπως χαρακτηριστικά μου λέει ο Γιώργος Σκούφιας, ιδιοκτήτης του ξενώνα του χωριού. Η άνθηση στην Πυρσόγιαννη κράτησε μέχρι το '60. «Ηταν εδώ ο λόχος», μου εξηγεί ο μπαρμπα-Τόλης. «Μετά ήρθαν τα γεγονότα στην Κύπρο, τον πήραν από εδώ και μείναμε εμείς κι εμείς».

Ο πληθυσμός στα Μαστοροχώρια, εκτός από εξαιρέσεις, ακολουθεί τη δημογραφική εξέλιξη της ορεινής Ελλάδας. Μόνο οι συνταξιούχοι δίνουν ζωή στα χωριά, γι' αυτό όμως βρίσκεις πάντα τα καφενεία ανοιχτά. «Βερεσέ επιτρέπεται άνω των 80 και συνοδεία γο-νέων», γράφει ο Βασίλης Ζούκης στο καφενείο του, το Σέλτση, όπως ονομαζόταν παλιά το σημερινό χωριό Οξυά.

Ο ίδιος και η κυρία Ξένια είναι οι νεότεροι κάτοικοι του χωριού και άφησαν τις δουλειές τους στην Αθήνα πριν από 5 χρόνια για να επιστρέψουν στον γενέθλιο τόπο. «Λίγο η ανάγκη, λίγο η αγάπη για τον τόπο, γύρισα», μου λέει. «Ξεκίνησα με προοπτική να ανοίγω το καφενείο μόνο το καλοκαίρι και τελικά έγινε επιβίωση». Ο Νίκος Τσίμας είναι ένας από αυτούς που επέστρεψαν, συνταξιούχοι πια, στο χωριό. «Μετά την Κατοχή διαλυθήκαμε. Για δύο χρόνια ερήμωσε τελείως το χωριό. Γυρίσαμε μετά τα γεγονότα και δεν βρήκαμε ούτε ένα σπίτι όρθιο. Μη με ρωτήσετε ποιος τα κατέστρεψε. Ελληνες ήταν», μου λέει καθώς απολαμβάνουμε την καταπληκτική θέα από την προσήλια Οξυά σε όλη την κοιλάδα.

Από την Οξυά ακολουθώ και πάλι την πορεία του Σαραντάπορου, για να φτάσω στο Ασημοχώρι με τις επτά εκκλησιές, που έχασε οριστικά την όμορφη αρχιτεκτονική του όταν κάηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Από εκεί περνάω το πέτρινο γεφύρι, το Παρασπόρι, και ανηφορίζω στους θρυλικούς και μελαγχολικούς σήμερα, λόγω έλλειψης κατοίκων, Χιονιάδες. Η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου είναι κατάγραφη από ντόπιους ζωγράφους και το Μουσείο Χιονιαδιτών Ζωγράφων αναμένει κάποια στιγμή τη στέγασή του στο παλιό ανακαινισμένο δημοτικό σχολείο. Ο δρόμος των Μαστοροχωρίων σύντομα τελειώνει στο χωριό Πληκάτι. Από εκεί και πέρα, ο τόπος ανήκει στο Γράμμο.

Ο Γράμμος των ανθρώπων

Ανθρωπο δεν συναντάς σε τούτα εδώ τα μέρη που να μην έχει σημαδέψει την οικογένειά του ο Εμφύλιος. Στο παράξενο παντοπωλείο του 90χρονου Δημήτρη Γιωργάκη στο Ασημοχώρι («Στο μαγαζί μας ελάτε μέσα να δείτε κι ό,τι δεν θα βρείτε ελάτε να μου πείτε», γράφει η ταμπέλα) μαθαίνω ότι η γυναίκα του, που «την πήραν οι αντάρτες», κατάφερε να επιστρέψει από την Ουγγαρία μετά από 10 χρόνια. Στο καφενείο Ταμπούρι στη Δροσοπηγή, ο Χρήστος Κοτολούλης μού εξομολογείται για τον αδελφό του ότι «πίστεψε» και χάθηκε στον Γράμμο τσάμπα και βερεσέ. Οσο για την αειθαλή κυρία Χρυσαυγή, την οποία έχω απέναντί μου στο καφενείο της στο Πληκάτι, στο χωριό μού τη σύστησαν ως αντάρτισσα.

«Οταν πιάσεις όπλο στο χέρι και είσαι στρατιώτης, δεν είναι δύσκολο;» με ρωτάει η κυρία Χρυσαυγή. «Ημουν 18 χρόνων όταν κράτησα το όπλο. Δεν θέλησα εγώ να πάω, μας πήρανε. Ποιος θέλει να πάει στον πόλεμο; Δεν μπορούσαμε όμως να φύγουμε. Για τους άλλους, δεν ξέρω, μην τα ρωτάς. Ο καθένας είχε τη γνώμη του. Το '49, που έγινε η οπισθοχώρηση, μας φυγάδευσαν στην Αλβανία και από εκεί εγώ πήγα στην Τασκένδη. Μόνη μου. Η υπόλοιπη οικογένεια ήταν στην Πολωνία, ο πατέρας μου στην Ελλάδα. Δούλεψα σε εργοστάσιο με σίδερα για 8 χρόνια και μετά γύρισα πίσω. Πέντε κόρες έκανα, έχασα τον άντρα μου το '64, στα χωράφια δούλευα και κρατούσα αυτό εδώ το καφενείο του πεθερού μου», απαριθμεί τα γεγονότα χωρίς συναισθηματισμούς.

Δεν υπάρχουν βουνοκορφές που αγαπήθηκαν και μισήθηκαν τόσο πολύ όσο του Γράμμου. Ενας ορεινός όγκος-σύμβολο της ανάπτυξης των Μαστοροχωρίων, εμπορικός δρόμος που έφτανε μέχρι την Αλβανία, την Κωνσταντινούπολη και τη Ρωσία, καταδικάστηκε από σταυροδρόμι να γίνει σύμβολο του εθνικού διχασμού. Τα χωριά εκκενώθηκαν, η επιστροφή στις εστίες έμεινε στη μέση, ο Γράμμος έγινε απαγορευμένη ζώνη μέχρι το 1974, ένα απλησίαστο σύνορο με την Αλβανία, και η μετανάστευση χωρίς επιστροφή αποτέλεσε τη μόνη διέξοδο.

Σήμερα ο Γράμμος φαίνεται να αλλάζει και πάλι. Οι άνθρωποι πιστεύουν ξανά στην αξία αυτού του πολύπαθου, αλλά ευλογημένου για τους ταξιδιώτες τόπου. Ο ξενώνας και το εστιατόριο Αγριολούλουδο του Γράμμου στο Πληκάτι είναι η μεγαλύτερη τουριστική επένδυση στην περιοχή. «Απόφαση ζωής», μου λένε ο Γιώργος και η Βάσω Μπακατσούλα, οι οποίοι άφησαν τα Γιάννενα για να επενδύσουν εδώ. Αυτοί οι δύο άνθρωποι, μαζί με τους Αλβανούς πια μάστορες που έρχονται να δουλέψουν στην Ελλάδα, άνοιξαν και πάλι τον εμπορικό δρόμο του Γράμμου. Και να σκεφτείς ότι ο Γράμμος δεν είναι παρά μόνο πέτρες. Πέτρες της μάνας γης που «τάισαν» γενιές, πέτρες που εκτοξεύτηκαν υπέρ ημών και αλλήλων, πέτρες που πατάνε σήμερα τα πόδια μας με σιγουριά και κοιτάμε προς Δυσμάς και προς Ανατολάς ελεύθεροι από ξένα και εθνικά μίση... μάλλον.
Πηγή: Περιοδοκό PASSPORT / ΝΑΤΑΣΣΑ ΜΠΛΑΤΣΙΟΥ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΝΙΚΟΣ ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΣ