Έφυγε από τη ζωή ακμαίος, παρά την προχωρημένη ηλικία του, και μας ξάφνιασε ο Γιάννης Λυμπερόπουλος, που ήταν από τα πιο παλιά μέλη του Συλλόγου μας και συνεργάτης του περιοδικού "ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ".
Ακούραστος μαχητής, παρών σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, από τα πρώτα νεανικά του χρόνια, άφησε πίσω του ένα πλούσιο συγγραφικό έργο απαύγασμα της αγάπης και της αγωνίας που τον διακατείχε για την προκοπή του τόπου μας γενικότερα και πιο ειδικά της ιδιαίτερης του πατρίδας της Κόνιτσας, όπου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια.
Σαν μαθητής της Ζωσιμαίας Σχολής άφησε τα πρώτα αξιόλογα ίχνη της προσωπικότητας του και συνεργάστηκε σε διάφορες εκδηλώσεις που κατά καιρούς περιγράψαμε σε προηγούμενα τεύχη του περιοδικού μας. Στη συνέχεια σπούδασε Νομική στην Αθήνα και το Παρίσι.
Στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, υπήρξε από τους ιδρυτές του ΕΑΜ Κόνιτσας και ενεργό μέλος του φοιτητικού κινήματος.
Από το 1950 είναι εγκατεστημένος στην Αθήνα και εργάζεται ως δικηγόρος και νομικός σύμβουλος εταιριών.
Όμως ο Γιάννης Λυμπερόπουλος παρόμοια με τον απαράμιλλο λογοτέχνη μας Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, και πολλούς άλλους, «αν και τον πλείστον χρόνον απεδήμει σωματικός, η ψυχή του ήτο προς τα μέρη εκείνα». Όχι της Σκιάθου ασφαλώς, αλλά τα μέρη της Κόνιτσας που κυριάρχησαν μέσα του και χαρακτήρισαν καθοριστικά την προσωπικότητα του. Σε πρώτη φάση συγκεντρώνει συμπατριώτες του στην Αθήνα, πραγματοποιεί την αδελφότητα Κονιτσιωτών και προχωράει στην έκδοση του περιοδικού «ΚΟΝΙΤΣΑ» που κυκλοφορεί μέχρι σήμερα ευδόκιμα με μόνιμο και ουσιώδη συνεργάτη τον ίδιο μέχρι τις τελευταίες του μέρες.
Παράλληλα αρχίζει το μεγάλο (ποιοτικά και ποσοτικά) συγγραφικό του έργο που εκτείνεται, πολλές φορές και συνδυασμένα, σε λαογραφικά, κοινωνιολογικά, αναπτυξιακά, εθνολογικά, ιστορικά και καθαρά λογοτεχνικά (διηγήματα, μυθιστορήματα, νουβέλες κ.α.) αντικείμενα και θέματα. Απέσπασε θερμές, επαινετικές κριτικές, τα δε επιγραφόμενα με το γενικό τίτλο «Νεοελληνική Πολιτιστική Μαρτυρία» δύο βιβλία του το «ΠΑΖΑΡΙΟΥ ΑΝΑΤΟΜΗ» και το «ΟΡΕΙΝΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟΡΙΟΙ» αποτέλεσαν σταθμό και περιέχονται στη βιβλιογραφία σοβαρών σχετικών κειμένων που κυκλοφόρησαν αργότερα και αφορούν κυρίως στην παράδοση αλλά και στις προοπτικές προόδου της ελληνικής επαρχίας.
Στον ίδιο περίπου χώρο κινείται και το βιβλίο του «ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ».
Αναφέρουμε ενδεικτικά τους τίτλους από άλλα έργα του:
* Η ΓΟΥΡΝΑ ΠΟΥ ΚΟΧΛΑΖΕ (αναφορά στα καυτά γεγονότα της
αντίστασης στον εμφύλιο και στις προσωπικές του εμπειρίες),
ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ και οι ΒΑΘΥΤΕΡΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ,
ΚΟΝΙΤΣΑ ΙΣΤΟΡΙΑ και ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Βασικοί αναπτυξιακοί στόχοι στο χώρο της επαρχίας
Με το γενικό τίτλο «ΑΣΤΙΚΗ ΘΗΤΕΙΑ»
α) Ένταξη (1974)
β) Ουρλιαχτό (1978)
γ) Τελευταίο Δεκαπενθήμερο (1989)
Επίσης επτά διηγήματα με τον τίτλο «ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ».
Νουβέλες με τίτλους
α) Στα Τρία Κυπαρίσσια (2003)
β) Πράσινο Πολύτιμο Μετάξι (2004),
γ) Πουρείμ Απόψε (αναμνήσεις - χρονικό από τα προπολεμικά χρόνια
και τη μαθητική ζωή στη Ζωσιμαία Σχολή στα Γιάννινα) (2004) δ) Η Φυλλάδα Της Αννας - Νικολάκαινας (χρονικό της δεκαετίας 1870), ε) Ιππόκαμποι Καλπάζοντες (2006), και το τελευταίο του,
* ΚΙ ΟΙ ΑΡΓΑΛΕΙΟΙ ΔΕ ΔΟΥΛΕΨΑΝ.
Πολλές μελέτες και άρθρα διαρκώς ενυπήρχαν στις σελίδες των πιο έγκριτων ηπειρωτικών περιοδικών και πάρα πολλοί γνωστοί λογοτέχνες και κριτικοί (Βαρίκας, Καραντώνης, Τερζάκης, Μερακλής, Δ.Κόκκινος, Λουκά-τος, Μάκης, Γεροντικός, Ιακωβίδη, Π.Παλαιολόγος κ.α) αναφέρθηκαν με κολακευτικά λόγια στο έργο και τη μορφή του συμπατριώτη μας και Ζωσιμά Γιάννη Λυμπερόπουλου.
Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, με φροντισμένη εμβάθυνση, αξιοπρόσεκτη ανάλυση και πειστική τεκμηρίωση, όπως συνήθως το πετυχαίνει, είναι και η εργασία της φιλολόγου καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γεωργίας Λα-δογιάννη που εξέδωσε το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Κόνιτσας.
Ας μας επιτρέψει η εκλεκτή φίλη και του περιοδικού «ΖΩΣΙΜΑΔΕΣ», να δανειστούμε από αυτό το κείμενο και να παραθέσουμε εδώ, μία επιτυχέστατη επιλογή και αναφορά στις τελευταίες αράδες του βιβλίου του «ΟΡΕΙΝΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟΡΙΟΙ»
«στην απέραντη γη μας υπάρχουν δονήσεις που δεν ακούγονται. Ιδέες και στοχασμοί για ένα τρόπο ζωής, που απαξιώνονται. Εξοδοι και μετακινήσεις, που ισοδυναμούν με γενοκτονίες. Και κάποιοι πόνοι μιας εμπειρίας, που κινδυνεύει να χαθεί, δίχως ποτέ να της δοθεί ο λόγος....»
Καθώς τελειώνω τα ελάχιστα από αυτά που θάθελα να αναφέρω τιμώντας τη μνήμη του Γιάννη Λυμπερόπουλου μούρχεται στο νου πόσο γλύκαινε η φυσιογνωμία του καθώς αναφερόταν στη γενέτειρα του εκείνων των καιρών κι έφερε ξανά στη μνήμη μας τα λόγια του Μ. Ναπολέοντα για την πατρική του γη. «Τοιιΐ γ &ϊάιϊ πι&ίΙΙ&χΐΐ &ϊ ρΐιΐδ βο&ιι φι' &ί11οιΐΓδ» (Όλα εκεί ήταν καλλίτερα και ωραιότερα από αλλού)
ΚΑ.Π.
«Ο Γιάννης Λυμπερόπουλος δεν είναι ένας απλός λαογράφος. Φαίνεται να έχει και κοινωνιολογική και φιλοσοφική παιδεία, τις οποίες συχνά αφήνει να ξεμυτίζουν (και κάποτε με μία «φιλολογικότητα») δυσκολοζΰμωτη με τα άλλα, τα λαϊκά στοιχεία, όμως, απαραίτητη για να φωτιστούν και να ερμηνευτούν κάποιες πλευρές και κάποιοι τρόποι της "ανατομίας" αυτής του παζαριού, που οι ρίζες της ξεκινάν από τη συναισθηματική ποίηση των πρώτων παιδικών εντυπώσεων. Ενα παιδί και ένας σοφός συνεργάστηκαν για να πλαστούν αυτές οι αξιόλογες σελίδες που και γραφικότητα έχουν και πολλά μας μαθαίνουν επάνω σε κάποιες ιδιοτυπίες, προτερήματα και ελαττώματα του εθνικού μας χαρακτήρα. Αυτό το ιδιόρρυθμο πεζογράφημα είναι και έργο ποιητικής μνήμης και μία πολύ προσωπική λογοτεχνική επένδυση, ζωηρά χρωματισμένη, της συμβατικής λαογραφίας, τόσο ανιαρής τις πιο πολλές φορές, σαν ανάγνωσμα.» (Ανδρέας Καραντώνης, κριτικός λογοτεχνίας).
«Τί αριστούργημα βιβλίο οι «ΟΡΕΙΝΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟΡΙΟΙ»! Τί τεράστιο υλικό και τόσο λαμπρά δομένο! Σε ζηλεύω αγαπητέ Γιάννη Λυμπερόπουλε, για αυτό το νέο πνευματικό σου κατόρθωμα, και θα ήθελα πολύ, νάχα και γω γράψει ένα παρόμοιο βιβλίο.
«Κάτι έπρεπε να μείνει πάνω σ' αυτούς τους βράχους. Πάνω σ' αυτά τα χώματα!». Και έμεινε! Εμεινε ο δικός σου ο γρανιτένιος λόγος, μεστός από την αλήθεια της ζωής και της ιστορίας, και με όλη την ακτινοβολία της ποίησης των πραγμάτων. Καταξιώθηκαν τα χώματα του τόπου σου με την απέραντη σιωπή που σφραγίζει τις ατέρμονες ανθρωποθυσίες. Γράφεις: «Δεν υπάρχει, αλίμονο, ήλιος να διαλύσει αυτή την καταχνιά».
Υπάρχουν ωστόσο οι πνευματικοί ήλιοι που όταν ρίχνουν το φως τους στους ρημαγμένους χώρους τότε μπορούμε με σιγουριά να δούμε σ' όλη την έκταση και σ' όλο το βάθος τι σκεπάζει τούτη η αδιάλυτη καταχνιά. Τότε υπάρχει ελπίδα να φτάσουν ως την καρδιά μας τα βογγητά από τους ανελέητους και αντιανθρώπι-νους δαρμούς. Τότε με δέος δέχονται τα αυτιά μας τη συγκλονιστική επίκληση σου: «Αχ ας ακούγονταν που και που κάποιο παιδί σ' αυτούς του δρόμους».
Και μόνο ετούτος ο σπαρακτικός στίχος φτάνει για να υπογραμμίσει την απέραντη ερήμωση και να υποβάλλει την ανείπωτη τραγικότητα της ζωής, πλημμυρίζοντας τη ψυχή του αναγνώστη μ' ένα εναγώνιο ρίγος για την ανθρώπινη επιβίωση». (Λιλή Ιακωβίδη, ποιήτρια)
«Δεν είναι το πρώτο βιβλίο του Κονιτσιώτη δικηγόρου και συγγραφέα, ούτε βέβαια και το τελευταίο, γιατί ο Γιάννης Λυμπερόπουλος έχει ταλέντο στο γράψιμο, πλούσιες ιδέες, γερό μετερίζι παρατήρησης των πνευματικών ιδεών, πλούσιο επιστημονικό οπλισμό και κοντά σ' όλα αυτά αλτρουιστική διάθεση και έφεση να βοηθήσει τον «πλησίον» στην κατανόηση της σύγχρονης κοινωνίας με τα βιώματα της χθεσινής εποχής.
Από πρώτη ματιά θα νομίσει κανένας πως το «Παζάρι» του κ.Γιάννη Λυμπερόπουλου είναι ένα στενό πατριδογνωστικό κείμενο για την ακριτική Κόνιτσα, την πατρίδα του συγγραφέα. Βέβαια είναι και αυτό και αν στενεύαμε τις αντιφεγγιές του θα λέγαμε είναι ένα όμορφα γραμμένο Ηπειρώτικο βιβλίο που ανασταίνει
με τόσο ζωηρά χρώματα και πολύχυμο λυρισμό της ζωή της Ηπείρου που έσβησε, αυτή που αποτελεί πια παρελθόν - κι ας μην έχουν περάσει πολλά χρόνια από χθες - όμως ευρύτερα θεωρούμενο είναι ένας πίνακας ελληνικής ζωής «νεοελληνικής πολιτιστικής μαρτυρίας με έντονη την ατμόσφαιρα της νεοελληνικής κουλτούρας και λιγότερο τη συγκεκριμένη μικρή επαρχιακή μας πόλη, που δεν στάθηκε παρά σα μια πρόφαση», όπως γράφει ο συγγραφέας στο προλογικό του σημείωμα.
Ωστόσο αυτή ευρύτητα και διαχρονικότητα του βιβλίου δεν παύει να θέλγει ιδιαίτερα εμάς τους Ηπειρώτες και μας κάνει να ζήσουμε από τις σελίδες του τη γενέτειρα πατρίδα μας με όλο τον πλούτο της ιστορίας του, τη λαογραφία, την παράδοση, την κοινωνική του δομή. Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή αν λέγαμε πως το «Παζάρι» του Γιάννη Λυμπερόπουλου είναι ο πιο ωραίος λογοτεχνικός Ηπειρωτικός πίνακας, το πιο όμορφο βιβλίο της τελευταίας δεκαετίας για την Ήπειρο, η πιο ζωντανή μαρτυρία για το χθες». (Βασίλης Χ. Μάκης, συγγραφέας)
«Ο Λυμπερόπουλος έδωσε το λόγο στην Κόνιτσα και στα χωριά της. Τον δίνει συνεχώς από τη δεκαετία του 1960 με τις μελέτες του για την περιοχή. Από τότε στέλνει στην πατρίδας το πνευματικό κεφάλαιο, που συσσώρευσε η διάπυρη αγωνία του για το χθες, για το σήμερα, για το αύριο της μικρής ορεινής πατρίδας. Σήμερα, λοιπόν, παίρνει το λόγο η Κόνιτσα και απαντά με αυτή τη σεμνή τελετή αναγνώρισης και με την έκδοση ενός τολμηρού της αληπασαδικής βιβλιογραφίας βιβλίου του Λυμπερόπουλου (Ο Αλή Πασάς και οι βαθύτερες καταβολές των πολιτισμικών επιδιώξεων του, εκδ. του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Κόνιτσας, 1998).
Λένε ότι στη φτωχή Ελλάδα - και, ιδιαίτερα, στη φτωχότερη Ήπειρο- οι πιο πολλοί από εκείνους που πλουτίζουν στη ξενιτειά δείχνουν τον καημό της πατρίδας στέλνοντας ό,τι κέρδισαν στο χρόνο που την στερήθηκαν. Αυτοί που τους ονόμασαν εθνικούς ευεργέτες έστελναν χρήματα. Νομίζω βρισκόμαστε στην ίδια ηπειρωτική παράδοση της ευεργεσίας, μια διαφορετική μορφή ευεργεσίας είναι η προσφορά του Γ.Λυμπερόπουλου. Δεν γνωρίζω πολλές περιπτώσεις καθολικής σχεδόν στράτευσης σε έναν τομέα, εκείνον της μικρής πατρίδας.
Εκείνο που εντοπίσαμε σαν πιο χαρακτηριστικό του Λυμπερόπουλου, η τέχνη της αφήγησης, είναι και αυτό στοιχείο από την παράδοση του τόπου του. Στα κείμενα του οι περισσότεροι ήρωες του αφηγούνται, λένε ιστορίες, έτσι που στο μεγαλύτερο τα έργα είναι οι αφηγήσεις των ηρώων. Οι αφηγήσεις διασχίζουν την ιστορία του κύριο αφηγητή και το βιβλίο γίνεται ένας κόσμος πολύγλωσσος. Δεν είναι μόνο οι ατομικές ιστορίες που έχει να πει ο καθένας ή να πρωταγωνιστήσει σε αυτές αλλά είναι και τα ιδιόλεκτα τα γλωσσικά που χειρίζεται ο κάθε ομιλητής». (Γεωργία Λαδογιάννη, Επίκουρη καθηγήτρια τμήματος Φιλολογίας)
«Πρόκειται για μία αξιόλογη προσφορά, για να γνωρίσουμε την ιστορία του οικονομικού βίου του τόπου μας, που δεν έχει μόνο το όχι σπάνιο πλεονέκτημα να στηρίζεται και στην προσωπική μαρτυρία. Εκείνο που κυρίως επισημαίνει ο αναγνώστης είναι το υλικό που συγκέντρωσε και επεξεργάζεται ο συγγραφέας αποδίδεται και ερμηνεύεται σωστά, μια και ο κ. Λυμπερόπουλος έχει, πέρα από το αναγκαίο λογοτεχνικό και λαογραφικό τάλαντο και πλατειές γνώσεις της οικονομικής επιστήμης. Αυτά του επιτρέπουν να βλέπει πολλά άλλα που δυστυχώς για τους περισσότερους έλληνες συγγραφείς, που έχουν ασχοληθεί με τα θέματα αυτά, περνούν εντελώς απαρατήρητα». (Γιάννης Μαρίνος, οικονομολόγος, διευθυντής του Οικονομικού Ταχυδρόμου)
«Ο κ. Λυμπερόπουλος βλέπει ως αισθητικός άνθρωπος τη λαογραφία, που τη γνωρίζει με αξιοθαύμαστη γνώση και σιγουριά, το βλέπει κανείς, όταν μιλάει π.χ. για τη βρύση του χωριού, για το ντύσιμο των αντρών και των γυναικών, για τους κιρατζήδες (του περιοδεύοντες εμπόρους και πραγματευτά-δες),το τσελιγκάτο, την κατασκευή των καλυβιών στα χειμαδιά ή τα βουνά, τις δεισιδαιμονίες, για τους λαϊκούς χτίστες, ζωγράφους, ξυλόγλυπτες, ασημιτζή-δες, την κοινωνική ζωή. Μετατρέπει για λογαριασμό, κατά κάποιον τρόπο, των ευαίσθητων αναγνωστών του το σκληρό κάποτε υλικό της χωριάτικης ζωής, τα ήθη και έθιμα, τις πίστες των απλών ανθρώπων σε αισθητική συγκίνηση και σε μία νέα, προσωπική σχεδόν πλέον μυθολογία». (Μ.Γ. Μερακλής, κριτικός λογοτεχνίας και καθηγητής λαογραφίας)
«Ο όλος τρόπος των αφηγήσεων μας, είναι ιδιότυπος (μάλλον μέσα στο πνεύμα της σύγχρονης εποχής), που δίνει τα παλιά βιώματα όχι σαν μεμονωμένη ηθογραφία, αλλά σαν αξιολόγηση (οικονομική και τεχνική) περιφρονημένων τρόπων ζωής. Μαζί μας θυμίζει την τραγική λάσπη της μιζέριας και των δακρύων αλλά και της ανθρωπιάς με την οποία χρίστηκε ο μοντέρνος πολιτισμός. Είναι πολλά τα λαογραφικά στοιχεία (κάποτε άγνωστα) που εσημείωσα από το βιβλίο σας και πολύ ζωντανές οι παροιμίες». (Δημήτρης Λουκάτος, καθηγητής λαογραφίας)
«Δύο παλαιοί μου συμμαθητές στη Ζωσιμαία Σχολή ακολουθούν αυτή τη γραμμή μέσα στα γράμματα: ο Γιάννης Λυμπερόπουλος και ο Άγγελος Κί-τσος.
Ο πρώτος, μας μίλησε παλαιότερα για το ορεινό χωριό των περασμένων αιώνων, σε κείμενα ωραία γραμμένα, μα που πατούν πάντα στο στέριο έδαφος της αλήθειας. Δεν ξεκινάει από διαθέσεις εξωπραγματικές. Δεν το δίνει το χωριό με διάθεση ρομαντική, δεν βιάζει δηλαδή την πραγματικότητα. Μας δείχνει να αναδεύονται ρεαλιστικά, μέσα σε κείνες τις μικρές παλιές κοινωνίες, -μέσα σένα πραγματικά συγκινησιακό συγκρότημα ηθικών αξιών και συναισθηματικού πλούτου, που τις ετόνωσε στον αγώνα τους για την ύπαρξη, σ' αυτό το συγκρότημα που μοναχό κίνησε τις πένες, που ενδιαφέρθηκαν για τους παλιούς οικισμούς, -και πάθη ασίγαστα, και μικρότητες και κακίες, που δεν έλειπαν ασφαλώς, στις πρωτόγονες εκείνες κοινωνίες, όπως συμβαίνει με όλες τις κοινωνίες από την εποχή του Αδάμ έως σήμερα. Ο Λυμπερόπουλος μας τα έλεγε αυτά στεγνά και ωραία χωρίς γλυκασμούς και εξάρσεις, και έτσι μας βοήθησε στο να δούμε καλύτερα, πιο ρεαλιστικά τον κόσμο. Και πιστεύω ότι, όσο σωστότερα κατορθώσουμε να ιδούμε τον κόσμο τον παλιό, τόσο δυνατότερα θα αξιολογήσουμε τον κόσμο το δικό μας». (Αρσένης Γεροντικός, καθηγητής γαλλικών).
Για τη συγκέντρωση των κριτικών βοηθήθηκα από το αφιέρωμα που επιμελήθηκε η φίλη του Γ. Λ. Άννα Δερέκα στην εφημερίδα «ΝΕΟΙ ΑΓΩΝΕΣ»
Πηγή: περιοδικό Ζωσιμέδες