Βρίσκεστε εδώ: HomeΒιβλία - ΕκδόσειςΧαρ. Ρεμπέλη «Κονιτσιώτικα»

Χαρ. Ρεμπέλη «Κονιτσιώτικα»

Λαογραφικά – Γλωσσικά – Τοπωνυμικά

Διάθεση:
Ν. Ρεμπέλης Κόνιτσα τηλ.: 26550 23071
Βιβλιοπωλείο «Ελεγείο»
Περιοδικό Κόνιτσα

Άρθρο του Χρίστου Ανδρελαδη (φιλόλογος – ιστορικός) στον Πρωινό Λόγο 23/6/2010

Κονιτσιώτικα

Αρκετά και σημαντικά είναι τα βιβλία που έχουν γραφεί για την Κόνιτσα και την περιοχή της εδώ και τόσο(1) καιρό και μάλιστα από τότε που κι εγώ έγινα φίλος και θαυμαστής της λόγω του ότι υπηρέτησα επί τετραετία στο ακριτικό, ηρωικό της Γυμνάσιο (1957-1961) και κατά κάποιο τρόπο δέθηκα τόσο με το σχολείο όσο και με τους καλοκάγαθους κατοίκους της και την όλη περιοχή.
Νομίζω όμως και πιστεύω ακράδαντα ότι άλλος είναι ο στόχος των βιβλίων αυτών και άλλος(2) του Βιβλίου του μακαριστού δασκάλου της Βούρμπιανης Χαραλάμπου Ρεμπέλη, βιβλίο που με τόση λεπτομέρεια, ακρίβεια, υπευθυνότητα και προπαντός επιστημοσύνη καλύπτει όλα τα διαφέροντα της ζωής και των ασχολιών των κατοίκων της, εξιχνιάζοντας ιδιαιτέρως τον ψυχικό και πνευματικό πλούτο στον οποίο στάθηκε ο συγγραφέας στοργικός, αμερόληπτος, αντικειμενικός και διεισδυτικός σχολιαστής.
Τον πνευματικό πλούτο ενός λαού, την πνευματική του ζωή, συνήθως την αντιμετωπίζουμε με δυο κριτήρια, επιμένοντας: α) στην καθαρά πνευματική του σφαίρα, που ταυτίζεται με την εκκλησιαστική του ζωή, που τόσο μας ενδιαφέρει με τους προβληματισμούς που θέτει μπροστά μας η Εκκλησία και β) στην άμεση και χειροπιαστή κοινωνική του ζωή, αυτή που την ζούμε όλοι μας στον καθημερινό μας βίο με τις πολυποίκιλες ασχολίες μας, ένα θέμα ζωτικότατο με τις τόσες και τόσες εκδηλώσεις, που τις καλύπτει γενικά η Λογοτεχνία σε όλο της το φάσμα, κάτι που απασχόλησε με τόση πληρότητα το συγγραφέα του βιβλίου αυτού. Μα τι τέλος πάντων είναι το βιβλίο αυτό που τόσο εκθειάζετε, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς. Απλούστατα ένα βιβλίο με το οποίο ο συγγραφέας έσκυψε στους καημούς και τα πάθη του λαού της περιοχής του, αφουγκράστηκε την ανάσα του, χάρηκε και πόνεσε μαζί του σε κάθε του εκδήλωση χαρωπή ή λυπητερή, συμπαραστέκοντας όσο μπορούσε με τις φτωχικές του δυνάμεις, περήφανος όμως για τις ιδέες και τα οράματά του, ένα βιβλίο θαυμάσιο από κάθε άποψη με τίτλο «Κονιτσιώτικα», δηλ. καθετί που αφορά την καθημερινή ζωή της Κόνιτσας και της επαρχίας της, βιβλίο εκδεδομένο μάλιστα σε Β' έκδοση με θαυμάσια την όλη του εξωτερική και εσωτερική εμφάνιση.
Δεν πρόκειται για ένα βιβλίο από τα συνήθως κυκλοφορούντα, το βιβλίο αυτό πρέπει να αντιμετωπισθεί από τον αναγνώστη του με ιδιαίτερη προσοχή, γιατί, όπως τονίσαμε παραπάνω, είναι γεμάτο πνευματικότητα, όπως εμφαίνεται και από τα περιεχόμενά του.
Μετά από έναν πρόλογο και εισαγωγή σύντομη ακολουθούν τρία πολυσέλιδα μέρη, καθένα από τα οποία καλύπτει έναν ιδιαίτερο τομέα της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, του οποιουδήποτε ανθρώπου, αρχίζοντας από τα δημοτικά τραγούδια της περιοχής, τα τραγούδια εκείνα για τα οποία ο Νικόλαος Πολίτης, ο «πατήρ της ελληνικής λαογραφίας», όπως δίκαια τον απεκάλεσαν, λέγει:
«Εξαίρετον αναντιρρήτως θέσιν μεταξύ των μνημείων του λόγου του ημετέρου λαού κατέχουν τα τραγούδια, όχι μόνον ως ισχυρώς κινούντα την ψυχήν διά το απέριττον κάλλος, την αβίαστον απλότητα, την πρωτοτυπίαν και την φραστικήν δύναμιν και ενάργειαν, αλλά και ως ακριβέστερον παντός άλλου πνευματικού δημιουργήματος του λαού εμφαίνοντα τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του έθνους»(3).
Και συνεχίζει: «Εις τα τραγούδια και τας παραδόσεις ο εθνικός χαρακτήρ αποτυπώνεται ακραιφνής και ακίβδηλος», αφού «τα τραγούδια εγκατοπτρίζουν πιστώς και τελείως τον βίον και τα ήθη, τα συναισθήματα και την διανόησιν του ελληνικού λαού και, εξωραΐζοντα δια του ποιητικού διακόσμου, αναζωπυρούν τας αναμνήσεις των εθνικών περιπετειών».
Αναφερόμενος ο συγγραφέας με μεγάλη σχολαστικότητα, υπευθυνότητα και ακριβοδίκαιη κατάταξη στον υπερμεγέθη όγκο του πλούτου των τραγουδιών της περιοχής, τα οποία σε έκταση καταλαμβάνουν σχεδόν το ένα τρίτο των σελίδων του βιβλίου, ορθότατα τα υποδιαιρεί σε έξι μεγάλες ομάδες, τις εξής:
α) Τραγούδια του τραπεζιού ή καθιστά και του χορού (σ. 23-90).
β) Νυφιάτικα και του γάμου (σ. 91-101).
γ) Λιανοτράγουδα (σ. 102-111).
δ) Νανουρίσματα (σ. 112-114).
ε) Λαζαρικά τραγούδια (σ. 115-119) και
στ) Μοιρολόγια και τραγούδια του Χάρου και του Κάτω κόσμου (σ. 120-125).
Και ενώ στο α' μέρος του βιβλίου ασχολήθηκε με τα ποιητικά κείμενα του λαού της περιοχής, την οποία εξετάζει, το β' μέρος το αφιερώνει στα πεζά κείμενα, τα οποία και αυτά, με έκρα ευσυνειδησία και μεθοδικότητα τα υποδιαιρεί σε δέκα κατηγορίες, ως εξής:
α) Παραμύθια (σ. 129-151).
β) Παραδόσεις (σ. 152-164).
γ) Ευτράπελοι διηγήσεις (σ. 165-177).
δ) Παροιμίαι και παροιμιώδεις φράσεις (σ. 178-204).
ε) Φράσεις ιδιωματικαί (σ. 205-215).
στ) Αινίγματα (σ. 216-220).
ζ) Ευχαί (σ. 221-223).
η) Κατάραι και φράσεις λεγόμεναι εν θυμώ (σ. 224-227).
θ) Αντιλαβαί (σ. 228) και
ι) Γλωσσοδέται και φράσεις ρυθμικαί (σ. 229-234).
Τέλος, στο τρίτο μέρος του βιβλίου, το οποίο και επιγράφει με το γενικό τίτλο «Γραμματικά – τοπωνυμικά, λεξιλογικά», θα προβεί σε διάφορες επιστημονικές παρατηρήσεις (φθογγολογικές και γραμματικές) του γλωσσικού ιδιώματος των Μαστοροχωρίων της Κόνιτσας (σ. 237-256) και στη συνέχεια θα καταγράψει αλφαβητικώς τα τοπωνύμια της περιοχής, εξετάζοντας το ακριβές της τοποθεσίας και ονομασίας τους (σ. 257-279). Θα επακολουθήσει ένα «γλωσσάριον», απαραίτητο για την ερμηνεία των λέξεων που απαντώνται στα κείμενα -ποιητικά και πεζά- (σ. 280-349) και αμέσως τα «κουδαρίτικα», δηλ. το συνθηματικό γλωσσάριο των κουδαραίων, όπως αποκαλούσαν τους μαστόρους (σ. 350-356).
Εξετάζοντας συνολικά το έργο του μακαριστού λαογράφου Χαραλάμπου Ρεμπέλη που με το έργο του αυτό, κολοσσιαίο σε σύλληψη και κατάτμηση των μερών του με τέλεια επιστημονική εξιχνίαση, που θα την εζήλευαν ακόμη και πολλοί κορυφαίοι λαογράφοι της εποχής μας, σημειώνουμε τα εξής:
Απλός δάσκαλος αυτός της ακριτικής εκείνης περιοχής, χωρίς τα μέσα που διαθέτουμε σήμερα με βιβλιοθήκες και εργασίες λαογραφικές πολυτιμότατες, εισχώρησε στα βάθη της λαογραφίας και εργάσθηκε όσο κανείς άλλος στα δίσεχτα εκείνα χρόνια εκεί ψηλά στα σύνορα της πατρίδας μας με μόνο εφόδιο ψυχικό την αγάπη του προς το λαό της Βούρμπιανης, τα παιδιά της οποίας και θεωρούσε δικά του παιδιά, αντιμετωπίζοντας όσες δυσκολίες συνάντησε με θάρρος και αυταπάρνηση, για να φτάσει στο αίσιο τέλος, την αποπεράτωση του έργου που ανέλαβε, την έκδοση του βιβλίου του με τον αποκαλυπτικότατο τίτλο του «Κονιτσιώτικα».
Γνώριζε πολύ καλά ότι δεν πρόκειται για ένα εύκολο έργο, γι' αυτό και πολύ σωστά μπροστά στην «εισαγωγή» του βιβλίου του προέβαλε τα λόγια του Ξενοφώντα «Των γαρ όντων αγαθών και καλών ουδέν άνευ πόνου και επιμελείας οι θεοί διδόασιν ανθρώποις»(4), για να διακηρύξει διαχρονικά όχι μόνο τότε αλλά και τώρα στη σημερινή άνυδρη και άγονή μας εποχή, που τόσο συγκλονίζεται και παραπαίει, αντιμετωπίζοντας μύριους όσους κινδύνους καθημερινά, ότι χωρίς κόπους, χωρίς μόχθο και εργασία, χωρίς φροντίδα και αγάπη σε κάθε μας προσπάθεια, τίποτε δεν μπορεί να επιτευχθεί, τίποτε δεν μπορεί να γίνει.
Αθάνατε, μακάριε, Ρεμπέλη. Όσο κι αν πόνεσες μες στη ζωή με τις πολλές της πίκρες, όσο κι αν δυσχέρειες πολλές συνάντησες για να αποπερατώσεις το έργο σου αυτό, με την εντιμότητα και ευσυνειδησία σου, ετόνισες ότι «είχον καθήκον και υποχρέωσιν ως καταγόμενος εκ του τμήματος τούτου της επαρχίας Κονίτσης, εν τω οποίω επί είκοσι συνεχή έτη έζησα ως σύνεγγυς εξ όλως ιδιαιτέρων συνθηκών όλα τα ως άνω χωρία, να συνεισφέρω το κατά δύναμιν εις την καθ' όλου γλωσσικήν έρευναν του τόπου μου»(5), πράγμα το οποίο και έφερες «εις αίσιον πέρας».
Βεβαίως, το έργο της Λαογραφίας ως επιστήμης είναι πολυποίκιλο. Περιορίσθηκες, όπως τονίζεις, με τις φτωχές σου δυνάμεις στη γλωσσική έρευνα του τόπου σου. Το έργο θα ήταν πληρέστατο, αν αναφερόσουν και στα πρακτικά ζητήματα της ζωής, κυριολεκτικά στον όλο κύκλο της ανθρώπινης ζωής, στη γέννηση και στο θάνατο, στο γάμο και τις ασχολίες του ανθρώπου, γενικά δηλ. σε όλα τα ήθη και έθιμα του τόπου, κάτι που ιδιαίτερα τώρα τονίζεται από τη λαογραφία περισσότερο.
Για μας όλους όμως, όσο κι αν πάντοτε κάτι θα μας διαφεύγει, αρκεί το γεγονός ότι ο Χαράλαμπος Ρεμπέλης με τα «Κονιτσιώτικα» ετίμησε όχι μόνο την αγαπημένη του γενέτειρα, τη Βούρμπιανη, και την ακριτική Κόνιτσα με τους ηρωικούς κατοίκους της, αλλά και την Ελλάδα όλη και γι' αυτό «ου μόνον χάριτας ομολογούμεν τη σεπτή αυτού μνήμη, αλλά και συνευδοκούντες τω λαλιστάτω Ισοκράτει στεντορεία τη φωνή κραυγάζομεν: «ου γαρ ολιγωρών της αρετής, ουδέ ραθυμών διετέλεσε τον βίον, αλλά το μεν σώμα τοις ποινοίς εγύμναζε τη δε ψυχή τους κινδύνους υπέμενε»(6).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Δεν θα αναφερθούμε στο σύνολο των βιβλίων αυτών, διότι θα μακρηγορούσαμε. Απλώς θα σημειώσουμε μερικά, τα οποία και θεωρούμε βασικά και άκρως κατατοπιστικά:
Α) Αν. Ευθυμίου, Σελίδες από την ιστορία της Κόνιτσας, 1997.
Β) Χαρίλαου Γ. Γκούτου, Η επαρχία της Κόνιτσας και η Μόλιστα επί τουρκοκρατίας, Αθήνα 2003 (με χάρτες και φωτογραφίες).
Γ) Ι. Λυμπερόπουλου, Κόνιτσα, 2004.
Δ) Δήμος Μαστοροχωρίων, Μαστοροχώρια, Ιστορία και Πολιτισμός. Οδηγός γνωριμίας με το Δήμο Μαστοροχωρίων Ν. Ιωαννίνων. Έκδοση «ΕΛΛΑ», 2005, σσ. 1-126.
2) Τα βιβλία αυτά κατατάσσονται στον απέραντο χώρο της ιστορίας ως επιστήμης, ενώ το βιβλίο, στο οποίο αναφερόμαστε εδώ, εντάσσεται στο χώρο της λαογραφίας, επιστήμης νεότερης με πολλούς και καίριους προβληματισμούς.
3) Ν. Γ. Πολίτου, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, έκδοσις πέμπτη, Ε. Γ. Βαγιονάκη, Αθήναι 1966, σ. 5.
4) Ξενοφώντος, Απομνημονεύματα, Βιβλ. Β', κεφ. α'.
5) Χαραλ. Ρεμπέλη, Κονιτσιώτικα, Επανέκδοση του Συλλόγου Ασημοχωριτών Αθηνών «Η Πρόοδος», 2005, σ. 17.
6) Ισοκράτους, Προς Δημόνικον, §9 (διότι, δεν επέρασε την ζωήν του αδιαφορών διά την αρετήν και τεμπελιάζων, αλλά το μεν σώμα εγύμναζε με κόπους, διά της ψυχής δε περιφρονούσε τους κινδύνους). Εκδοτικός οίκος Ιω. Ζαχαροπούλου, Αθήναι 1939, σ. 26 και 27.

  • Ο ετήσιος χορός του ΑΜΣ Πίνδος Κόνιτσας_2
  • Ζωγραφιές στην πλατεία της Κόνιτσας - 14 Αυγούστου 2013_4
  • Έναρξη καρναβαλιού 2012 στην Κόνιτσα
  • Γράμμος

Συντάκτες



Pagemaker