Βρίσκεστε εδώ: HomeΒιβλία - ΕκδόσειςΤο ημερολόγιο 2007 της Αδελφότητας Δροσοπηγιωτών Δήμου Μαστοροχωρίων

Το ημερολόγιο 2007 της Αδελφότητας Δροσοπηγιωτών Δήμου Μαστοροχωρίων

Ξεχωρίζει το εξώφυλλο του Ημερολογίου 2007 που τύπωσε και κυκλοφορεί η Αδελφότητα Δροσοπηγιωτών του Δήμου Μαστοροχωρίων, με μια αναμνηστική φωτογραφία μαθητών στην σχολική αίθουσα του Δημοτικού.

Χρέος τιμής στον Δάσκαλο είναι το Ημερολόγιο αυτό. Με ευγνώμονες αναμνήσεις, για να τιμήσουν τη μεγάλη διδακτική και κοινωνική προσφορά τους, το Δ.Σ. της Αδελφότητας οργάνωσε την έκδοση αυτή. Αποφάσισε φέτος στο ημερολόγιο του 2007 να αξιοποιήσει και να προβάλλει μέρος του φωτογραφικού υλικού που ευγενικά παραχώρησαν για το αρχείο της Αδελφότητας οι κατά καιρούς δάσκαλοι του χωριού, από το 1955 έως και το 1984, χρονιά που έπαψε οριστικά να λειτουργεί το σχολείο. Το υλικό αυτό ψηφιοποιήθηκε και αρχειοθετήθηκε από την Αδελφότητα και αποτελεί στοιχείο ιστορικής αναφοράς. Επιλέγησαν για τις ανάγκες του ημερολογίου κυρίως οι «αναμνηστικές» λεγόμενες φωτογραφίες όπως οι μαθητές με τους δασκάλους τους και κάποιες άλλες με θέματα μαθητικών δραστηριοτήτων όπως σχολικές γιορτές κ.α.

Το Δ.Σ. αφιερώνει το φετινό ημερολόγιο στους μαθητές και τους δασκάλους του σχολείου της περιόδου που προαναφέραμε.
19955 – 1984: Μάθε παιδί μου Γράμματα…

Ξεφυλλίζοντας το ημερολόγιο, αναλογίζομαι την εποχή που τα περισσότερα ελληνόπουλα πήγαιναν στο σχολείο με τα πόδια, διασχίζοντας μάλιστα τεράστιες αποστάσεις.
Τρυφερές αναμνηστικές μεταπολεμικές φωτογραφίες, με τα κοριτσάκια χαμογελαστά, και τα αγόρια να κοιτούν συνοφρυωμένα τον φακό. Για τα παιδιά της πόλης, όπως και για τα φτωχόπαιδα του χωριού, ο δάσκαλος συχνά είναι η μεγάλη παρηγοριά, μια φωτεινή φυσιογνωμία που στηρίζει, ενθαρρύνει και ανοίγει δρόμους στη γνώση.
Μένω για λίγα λεπτά στην φωτογραφία του μηνός Σεπτεμβρίου: «Μαθητές σε σχολική εκδρομή στο γήπεδο (Αλατσιά). Οι περισσότερες σχολικές φωτογραφίες στα παλιά μας άλμπουμ, είναι από τις εκδρομές, τις σχολικές γιορτές και τις Γυμναστικές επιδείξεις.

Οι δάφνες του Σπύρου Λούη δεν έχουν μαραθεί ακόμα, όταν οι Ελληνίδες ανακαλύπτουν την άθληση. Τα ταμπού του 19ου αιώνα έχουν πέσει. Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα τα κορίτσια γυμνάζονται, παίζουν τένις και «βόλεϊ μπολ» λατρεύουν τη ρυθμική γυμναστική και τους πλαστικούς χορούς. Όμως η πειθαρχία, πειθαρχία… Στα θρανία, ακόμη κι όταν καμιά φορά στήνονται «εκτός αιθούσης», ουδείς αστειεύεται.

Οι Έλληνες του Μεσοπολέμου βρίσκονται σε καλή φυσική κατάσταση, όμως δεν ασχολούνται συστηματικά με τον αθλητισμό ούτε ασφαλώς έχουν οποιαδήποτε στήριξη από την πολιτεία. «Η παλιά μας δόξα, ο ολυμπιονίκης Λούης, αγύμναστος και απροπόνητος, αφήκε δύο ώρες τα δοχεία του γαλατά εις το Μαρούσι για να μας χαρίσει την Ολυμπιακήν τιμήν του μαραθωνίου και να ξαναγυρίσει κατόπιν στο γαλατάδικό του, αφανής και άγνωστος», έγραφε ένα περιοδικό στα 1933: «Ένα άλλο παιδί του λαού, ο δρομεύς Κράνης, έκανε κάθε μέρα το μαραθώνιο του εφημεριδοπώλου και είχε την αντοχή, παρ’ όλες τις στερήσεις του, να τρέχη και τον αθλητικόν μαραθώνιον… Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν άφθονα και πολύ γνωστά. Βέβαια ο αθλητισμός είναι ευγενής ιδέα, η οποία αποκλείει κάθε ηθικήν αμοιβήν. Εμείς όμως δεν μιλούμε περί αμοιβής, αλλά περί μιας βελτιώσεως των όρων ζωής εκείνων, για τους οποίους υπερηφανευόμεθα, έπειτα από κάθε νίκη των. Κανείς δεν τους θέλει τεμπέληδες και καφενόβιους. Να εργάζονται ανθρωπινότερα, ανετότερα, επικερδέστερα. Αυτό είναι απαραίτητο για την φυσική τους απόδοσιν και χωρίς να είναι αμοιβή, αποτελεί συγχρόνως και μίαν ηθικήν επιβράβευσιν. Έτσι γίνεται στα κράτη που δεν τα περιμένουν όλα από την ατομική φιλοτιμία».

Τα παιδιά ασκούνται και εκτός του Γυμναστηρίου όμως. Στον μήνα Φεβρουάριο, οι μαθητές κουβαλούν πέτρες για το κτίσιμο του μαντρότοιχου του Δημοτικού Σχολείου, εν έτει 1957.

Θέλω να τονίσω ένα στοιχείο που δεν σημασιολογήθηκε ποτέ: Οι εθνικοί ευεργέτες ήταν άνθρωποι που στερήθηκαν τη γνώση λόγω φτώχειας και, όταν πλούτισαν, όλοι τους έχτισαν σχολειά – μικρότερα και μεγαλύτερα. Ακολούθησαν τα διδάγματα του Ρήγα Φεραίου και του Πατροκοσμά: «Κάμετε σχολεία». Η ιστορία λέει ότι ένα πρωί, εμβρόνητοι οι Χειμαριώτες είδαν έναν καλόγερο μ’ ένα κασμά να γκρεμίζει τον τρούλο της εκκλησίας και να τους λέει: «Τι τις θέλετε σαράντα εκκλησιές; Θα κρατήσουμε μόνο τον ναό των Αγίων Σαράντα και τους άλλους θα τους κάμουμε σχολεία. Γιατί μόνο στον μορφωμένο άνθρωπο μπορούμε να ελπίζουμε». Χαρακτηριστική είναι και η επιστολή του Ριζάρη προς τον Καποδίστρια. Όταν αποφάσισε να δώσει τα υπάρχοντά του στην πατρίδα, έγραψε στον Έλληνα κυβερνήτη τα εξής: «Είμαι, κατά δυστυχίαν, ολιγομαθής. Ηγάπησα όμως ταις μαθήσεις και πάντοτε εκτίμησα τους πεπαιδευμένους. Γι’ αυτό φρονώ πώς τίποτε πολυτιμότερο δεν είναι για την πατρίδα, παρά η μόρφωση των νέων μας. Και αποφάσισα, το υστέρημα το δικό μου και το περίσσευμα του αδελφού μου, να το διαθέσουμε για να γίνουν σχολεία για τα παιδιά». Και έφτιαξε τη Ριζάρειο Σχολή.

Οι δωρητές και οι ευεργέτες της πατρίδας ήταν όλοι φτωχά παιδιά. Τα πλούτη που απέκτησαν δεν τα χρησιμοποίησαν για αγαθό δικό τους, αλλά είπαν πως τους τα χάρισε η Θεία Πρόνοια για να τα διαφυλάξουν και να βοηθήσουν ανθρώπους. Οι ευεργέτες έφτιαξαν τα πρώτα πτωχοκομεία, λέξη άγνωστη σήμερα. Το «Εφηβείον Αβέρωφ» - αυτό που αργότερα ο… πολιτισμός μετέτρεψε σε «Φυλακές Αβέρωφ» - ήταν αρχικά σχολή όπου μάθαιναν διάφορα πρακτικά επαγγέλματα στα παιδιά – τσαγκάρης, ράφτης, μαραγκός. Ήταν το ίδρυμα του Γεωργίου Αβέρωφ. Μαζεύανε τα αλητόπαιδα απ’ τους δρόμους, τα ντύνανε, τους δίνανε τροφή και τα μαθαίνανε μια τέχνη για να ζήσουν αξιοπρεπώς στην κοινωνία και να μη γίνουν κακούργοι.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Μικρασιατική Καταστροφή είχαν γεμίσει τον τόπο ορφανά. Η ορφάνια ήταν η μοίρα του τόπου…

Το 1955 – 56 το σύνολο των μαθητών του Δημοτικού Σχολείου Δροσοπηγής είχε 128 μαθητές. Το 1984 έκλεισε. Το σχολείο έπαψε να λειτουργεί. Τα χωριά σταδιακά ερήμωσαν. Εκεί πάνω οι άνθρωποι παιδεύονταν να ψευτοζήσουν καλλιεργώντας την άγονη γη, λες και στύβαν μέσα στα δύο τους χέρια λιγοστό χώμα και το ποτίζαν με ιδρώτα για να το κάνουν να καρπίσει. Και μια λύση βιοπορισμού ήταν ο ξενιτεμός.

Η μυθολογία της ξενιτιάς ασκούσε μεγάλη επιρροή. Το μήνυμα ήταν: Φύγε, να γλιτώσεις. Έφυγαν πολλοί. Έφυγαν διότι όλο και κάποιος συγγενής θα υπήρχε – είτε στο εξωτερικό είτε στο εσωτερικό της χώρας. Για τους Ηπειρώτες, το πρώτο στέκι ήταν το Αγρίνιο. Βραχώρι το λέγαν τότε… Βεβαίως υπήρχαν και οι Έλληνες που ζούσαν στην Πόλη, στην Οδησσό, στη Ρουμανία και στην Αίγυπτο. Αν κάποιον η τύχη τον ευνοούσε και έκανε προκοπή στον ξένο τόπο, έπαιρνε κοντά του και κάποιους συγγενής ή ανθρώπους από το χωριό του. Έτσι δημιουργήθηκε ο Ελληνισμός της διασποράς. Έφυγαν οι άνθρωποι αλλά δεν ξεριζώθηκαν από δω. Έμειναν σαν ένας ομφάλιος λώρος, δεμένος με την πατρίδα.

Έτσι σαν σε προσκλητήριο ηρώων του καθήκοντος, διαβάζω τα ονόματα των δασκάλων, που αναγράφονται στις σελίδες του ημερολογίου:
1955 – 56: Δάσκαλος Παύλος Κουλούρας 1957 – 1958: Δάσκαλοι: Ευριπίδης Ζωγράφος, Β. Γέγιος, Δ. Τσιάβαλος 1959 - 1963: Δάσκαλοι Ανδρέας Αναγνωστόπουλος, Μαρία Μπουκουβάλα 1963-1066: Δάσκαλοι Βασίλειος Σπυρίδωνος, Δημήτριος Στασινός, Αλεξάνδρα Καραγιάννη, Νηπιαγωγός Μαριάνθη Κοίλη 1966 – 1975: Δάσκαλοι Νίκος Γκιόκας, Ελευθερία Ντάρα 1974-1984: Δάσκαλος Δημήτριος Τάτσης.


Πηγή: Νέοι Αγώνες Ηπείρου - Άννα Δερέκα
  • Ο Γιώτης Κιουρτσόγλου
  • Μελισόπετρα
  • Η κρύα βρύση στον Πύργο Κόνιτσας_2
  • Στο χορό

Συντάκτες



Pagemaker