Βρίσκεστε εδώ: HomeΒιβλία - ΕκδόσειςΒασίλη Νιτσιάκου - Μαρτυρίες Αλβανών μεταναστών

Βασίλη Νιτσιάκου - Μαρτυρίες Αλβανών μεταναστών




Συγγραφέας:

Βασίλης Νιτσιάκος

Εκδότης

Οδυσσέας

Έτος έκδοσης

2003


Αν η μετανάστευση αντιμετωπίζεται στα δημόσια πράγματα γενικά σαν μια έκρυθμη κατάσταση, σαν «ανωμαλία», και όχι ως ένα κοινωνικό φαινόμενο σχεδόν σύμφυτο της ανθρώπινης κοινωνίας, αφού τη χαρακτήρισε σε όλη την ιστορική της διαδρομή, ο μετανάστης σπάνια παρουσιάζεται ως πρόσωπο, ως ένας άνθρωπος που για συγκεκριμένους λόγους εγκαταλείπει την πατρίδα του και βιώνει την ξενιτιά του με έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο, που προσδιορίζεται από μια σειρά παράγοντες τόσο αντικειμενικούς όσο και υποκειμενικούς. Η γνωστή φράση Ευρωπαίου πολιτικού «θέλαμε εργατικά χέρια και μας προέκυψαν άνθρωποι» αποδίδει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη στάση των «χωρών υποδοχής»... Ο Βασίλης Νιτσιάκος με το βιβλίο του «Μαρτυρίες Αλβανών μεταναστών»,  εκδόσεις «Οδυσσέας», έρχεται να συμβάλει στην κάλυψη αυτού του κενού στην ελληνική έρευνα και βιβλιογραφία με τη δημοσίευση δεκατριών μαρτυριών Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα. Οι συγκεκριμένες αφηγήσεις αποτελούν αποσπάσματα ευρύτερων (αυτο)βιογραφικών αφηγήσεων, που επελέγησαν από ένα μεγάλο αριθμό συνεντεύξεων (περίπου σαράντα), που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος με τίτλο «Οι επιπτώσεις της εγκατάστασης και απασχόλησης ξένου εργατικού δυναμικού στην ελληνική ύπαιθρο»1.

(Αποσπάσματα μαρτυριών)

Πλήρωσαν να έχουν ελληνικό όνομα

ΜΙΝΑ Τ.

... Οταν ήρθαν οι Αλβανοί στην αρχή και ήρθαν με ρούχα σκισμένα, όπως λένε και τούτοι εδώ, έτσι έρχονταν όλοι από τη φτώχεια. Δεν είναι κι αυτό. Οποιος ερχόταν πρώτη φορά στην Ελλάδα, δεν ερχόταν με παλιά ρούχα ή με ρούχα σκισμένα. Λένε και τούτοι εδώ ότι «ήρθαν πολύ φτωχοί εδώ...

Σηκώσατε το χέρι... το κεφάλι». Το σηκώσαμε, αλλά από τη δουλειά μας, από την ίδρο μας. Οχι απ' αυτουνούς. Γιατί (...) κανένας δε σου 'πε «έλα, να σου δώσω εγώ ψωμί». Ή έμεινες μια μέρα χωρίς δουλειά, κανένας δε θα σου πει «έλα να φας σε μένα». Εκτός από τη δουλειά. Μας έχουν για πολλές δουλειές. Για πολλές δουλειές μάς έχουν ανάγκη. Παράδειγμα, για τα ξύλα, άσε τα οικοδομικά. Για τα ξύλα. Οι άνθρωποι που μένουν εδώ είναι στην ηλικία εβδομήντα και πάνω. Δεν μπορούνε να κάνουνε τα ξύλα, τουλάχιστον τα ξύλα. Ασ' τα χωράφια και τα ζώα που δε μπορούνε και δε μπορούνε... Τουλάχιστον τα ξύλα που χρειάζονται οπωσδήποτε το χειμώνα. Δε μπορεί ένας γέρος να τα σχίζει, να τα κουβαλήσει, να τα βάλει μέσα. Αυτές τις δουλειές τις κάνουν οι Αλβανοί. Και στα οικοδομικά. Εχουμε πάει, δουλεύουμε, και Κόνιτσα, Γιάννινα, οικοδομές και όλες τις δουλειές να κάνουμε (...).

Στην Αλβανία κυκλοφορεί μια λέξη: «Τον πιο καλύτερο Ελληνα να τον σκοτώνεις τον πρώτο!». Γενικά έτσι κυκλοφορεί αυτό το... Γενικά. Υπάρχουν και καλοί άνθρωποι και κακοί υπάρχουν. Ο Ελληνας, λένε, σε πίνει το αίμα μέχρι το τέλος, για να σου δώσει τα λεφτά. Δε σ' αφήνει αίμα (...).

... Αρκεί να έχει δουλειά εδώ. Και τη δουλειά, τη δουλειά μας τη βρήκαμε εδώ πέρα. Γι' αυτό είμαστε ευχαριστημένοι. Ευχαριστημένοι, γιατί στην Αλβανία δεν υπάρχει τέτοια δουλειά. Δεν υπάρχει. Η Αλβανία θέλει χρόνια να γίνει, να έχει δουλειά, ν' ανοίξουν οι δουλειές, να δουλέψεις (...).

... Βλέπεις τώρα αλλάζουν και τα ονόματα (...). Τ' άλλαξαν κι εκεί στην Αλβανία. Τ' άλλαξαν κανονικά. Πήγανε εκεί που γεννηθήκανε, στο δήμο, τ' άλλαξαν τα ονόματα. Πλήρωσαν πολλά λεφτά, να μπορούσαν να φαίνονται Ελληνες, να φαίνονται Ορθόδοξος. Οχι Βορειοηπειρώτης. Ορθόδοξος. Το έχουν κάνει πολλοί (...).

... Και ξέρεις γιατί τον καλέσαμε το δήμαρχο; Γιατί εδώ αυτοί οι γερόντοι και κάποιοι άλλοι μας κοιτάνε... «Ε, δεν έχουν τίποτα στην Αλβανία. Δεν ξέρουν να κάνουν ζωή». Κι εγώ γι' αυτό είπα: «Εχετε κέφι, δήμαρχος; Σας αρέσει να 'ρθετε; Να δείτε κι εμάς τι ζωή κάνουμε, τι πανηγύρι;». Γι' αυτό περισσότερο. Να μας κοιτάνε με άλλο μάτι κι αυτοί. Να ξέρουν ότι κι εμείς έχουμε ένα σπίτι, έχουμε ένα κρεβάτι, έχουμε μια τουαλέτα... Εχουμε αυτό που έχουμε. Με αυτά τα χείλια που έχω θα σε φιλήσω. Αυτός είμαι εγώ. Αυτό έχω σήμερα, δεν έχω τίποτα άλλο. Εσύ μπορείς να ζεις με περισσότερα. Να δεις πώς ζω κι εγώ. Κι ήρθαν κι ευχαριστήθηκαν (...).

Οταν πάω εκεί, δε μου κάνουν τα πόδια να 'ρθω εδώ. Γιατί ξέρω που εδώ θα 'ρθω, θα πάω στο κρεβάτι, τα ρούχα άπλυτα... Εκεί πάω και με πιάνει ο ύπνος ίσα. Παράδειγμα, θα φάω ζεστό φαγητό. Σήμερα εγώ δεν έχω τι να φάω, παράδειγμα. Θα φάω... ή στο μαγαζί θα φάω ή τυρί, βούτυρο, ό,τι έχω πάρει απ' το σπίτι... Κάτι τέτοιο...


Κάναμε ό,τι περνάει απ' το χέρι μας

ISLAM Α.

... Πού να πάμε; Καλά, φεύγουμε απ' αυτόν, αλλά πού να κοιμηθούμε, πού τέτοιο; Δεν είχαμε. Πώς συνεννοήθηκε, πώς βρήκε τώρα εδώ άκρη με το Γιώργο και ήρθαμε εδώ στο πατρικό.

Μας βάζει, ήταν μια κουζίνα εδώ έξω, αν θυμάσαι. Μας βάζει εκεί μέσα και από θέμα δουλειάς λέει «ό,τι μπορώ θα τα κάνω, λέει, θα πω κι εγώ δυο κουβέντες στην εκκλησία, λέει, να σας γνωρίσει και ο κόσμος, να σας δει. Τι δουλειά κάντε ακριβώς;». Τι ξέραμε εμείς, ό,τι υπάρχει, ό,τι περνάει απ' το χέρι μας, σάματι ήμασταν επαγγελματίες; Δεν ήμασταν, ούτε... Και εκεί, που λες, μια Κυριακή, μας βγάζει εκεί μπροστά στην εκκλησία, μετά τη λειτουργία. «Εχουμε δυο καλά παιδιά, είναι από την Αλβανία, τον ένα τον λεν Σπύρο», λέει, «τον άλλο τον λεν Αντρέα, δεν είναι βαφτισμένοι», λέει, «απλώς έχουν πάρει το όνομα». Ε, να μην υπάρχει αυτός ο ρατσισμός, πως λεν, α, Αλβανός και Τούρκος και... Τα ξέρεις αυτά τώρα. Ακόμα ισχύουν αυτά. Και αρχίζει μετά η δουλειά. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος... Ηξερε πού μέναμε. Κι από 'κείνη τη στιγμή μετά σιγά σιγά γνωριστήκαμε με τον κόσμο. Ε, είχαμε δικαιώματα μέσα στην Κόνιτσα. Πέρα απ' την Κόνιτσα ήμασταν παράνομοι. Κι η αστυνομία ήξερε ότι μας είχε ο δεσπότης και δεν μας πείραζε, δεν μας έλεγε τίποτα. Ούτε χαρτιά, ούτε τούτο «είσαι παράνομος»...

(...) Καλοκαίρι του ενενήντα ένα. Ιούλιος. Θυμάμαι καλά και την ημερομηνία. Δεκαοχτώ ήταν. «Αυτή είναι η πυραμίδα», λέει, «περνάς», λέει, «και φεύγεις», λέει. Παίρνει τα χρήματα αυτός κι εμείς... κατηφόρα μετά (...). Ηταν απόγευμα. Περπατούσαμε εμείς και μετά περίπου μισή ώρα νύχτωσε μετά και δεν μπορούσαμε. Ητανε δάσος, πυκνό δάσος και δεν... Σταματήσαμε μετά εκεί πέρα κι ανάψαμε μια μικρή φωτιά εκεί.

(...) Οχι [τον δρόμο δεν τον ξέραμε]. Στα τυφλά. «Θα κατεβείτε κάτω», λέει, «και θα δείτε», λέει. «Τα χωριά», λέει, «φαίνονται», λέει. «Εχουν φώτα, δρόμοι», λέει, «αυτά», λέει. «Ποια φώτα; Δυο τρεις κολώνες που φαίνονται;». «Καμία σχέση με τα δικά μας τα χωριά», λέει, «φαίνονται», λέει (...). Νυχτώσαμε εκεί, είχαμε πάρει και λίγο κολατσιό απ' το σπίτι, το φάγαμε εκεί, μας πήρε ο ύπνος, ξημερώσαμε εκεί και σιγά σιγά κατεβήκαμε. Ποτάμι, ποτάμι, για να μη μας δουν και βγήκαμε στον άσφαλτο. Κάτω εκεί που βρέθηκε ο Κ.

(...). Μας έφερε πρώτα εδώ στην Κόνιτσα, κάναμε συμφωνίες, αυτές που είπαμε και ξανά πίσω. Στο Πληκάτι (...). Εκεί μια καλύβα με... με νάυλον, με δυο τρία τσίγκια πάνω και... Είχαν (...) μια κουζίνα, δυο τρεις κατσαρόλες (...). Είχαν κάτι γκαζάκια για καφέδες, για... Ε, πιο πολύ κονσέρβα πήγαινε και το βράδυ, όταν γυρνούσαμε, κάναμε κάνα κοτόπουλο στη σχάρα, κοτόπουλο βραστό, φασουλάδα, διάφορα έτσι (...). Ημασταν μακριά απ' το χωριό. Αν πηγαίναμε με τα πόδια, ήμασταν μια ώρα; Ημασταν ψηλά πολύ (...). Αν κάθεσαι στη Βούρμπιανη, απέναντι απ' τη Βούρμπιανη, στο βουνό. Εκεί ήμασταν. Βλέπαμε τη Βούρμπιανη εμείς. Το Πληκάτι δεν το βλέπαμε.

(...) [Μείναμε εκεί] μέχρι όταν άρχισαν τα χιόνια, Νοέμβριος (...). Κι αν δεν έριχνε χιόνια, ακόμα εκεί θα 'μασταν.



Μ' είχε σκίσει η πείνα

MIHALI Κ.

... Τέλος πάντων, ήρθα εδώ στο ενενήντα δύο, ήρθα εδώ και μας κοιτούσαν έτσι, άγρια. Ηταν, Μάρτη μήνα ήταν. Βγαίνω 'δ'ω, ακριβώς εδώ, ήταν η πλατεία, βγαίναμαν εδώ, πουθενά δουλειά.

Μια, δυο, τρεις μέρες, τίποτα. Είχαν έρθει κάνα δυο φίλοι εδώ, τρία τέσσερα άτομα γρηγορότερα από μένα. «Ρε παιδιά», του λέω, «άμα βρείτε και καμιά δουλειά και για μένα», του λέω, «τρώω και 'γώ κάνα κομμάτι ψωμί!», του λέω. Μου λέει ένας, ο πρώτος, λέει «άμα ήρθες εδώ τώρα», λέει, «μετά από ένα μήνα, λέει, θα χέσεις!». Αλβανοί ήταν, από 'δώ, απ' το Λεσκοβίκι. «Σ' ένα μήνα θα χέσεις εδώ!» μου λέει. «Δεν έχεις να τρως εδώ», λέει· «όλο κονσέρβες και τέτοια θα τρως», λέει. «Μετά από ένα μήνα θα με θυμίσεις αυτό το λόγο». Και πράγματι έτσι ήταν. Πραγματικά έτσι ήταν. Τέλος πάντων, βγαίνει μια άλλη μέρα εδώ, βγαίνει ένας απ' την κάτω Κόνιτσα, ο Γ.Χ., στην αδελφή του. Πηγαίνω σ' αυτήν, σκάβω τον κήπο. Εμένα μ' είχε σκίσει η πείνα! Που... πουθενά, δεν είχα τίποτα. Μ' έβαλε να φάω αυτή -ε, είμαστε και λίγο σόι τώρα να πούμε μ' αυτή-, γιατί εγώ δεν ήξερα δηλ. ότι έχω και σόι εδώ. Παίρνω να φάω. Τέλος πάντων, ήρθαμαν εδώ, δουλέψαμαν. Πάλι εδώ δεν... αυτό το κανονικό το μεροκάματο δεν στο δίνουν πάλι. Δεν στο δίνουν. Αμα σ' έβλεπε ο άλλος, «θα βρω έναν Αλβανό, θα πάρω· θα πάω να τον πάρω με δυο τρία χιλιάρικα», κατάλαβες; «Τόσο δίνω γι' αυτή τη δουλειά». «Δώσε κι ένα χιλιάρικο παραπάνω», «όχι, δεν σου δίνω, θέλεις να το κάνεις;» «Ε, πώς να το κάνουμε, αυτό είναι πολύ», του λέω, «για να το κάνω αυτό, θέλω κι ένα χιλιάρικο παραπάνω». Μου λέει «όχι». Το κάναμαν. Το κάναμαν από ανάγκη. Τι να κάνουμε; Τι να κάνουμε; Αρχές, δεν είχαμαν και σπίτι. Ηρθαμαν μια φορά εδώ κάτω, να πούμε, που ήταν ένα κτίριο παλιό του δήμου εδώ πάνω, εδώ κάτω, πήγαμαν να το δούμε μια μέρα, κάποιος πήρε τηλέφωνο στην αστυνομία. Ερχεται η αστυνομία εκεί, μας πιάνει. Μας πιάνει με κλωτσιές, με... μας έδειραν. «Τι θέλετε εδώ;». «Ε, ήρθαμε να δούμε. Δεν έχουμε σπίτι, ήρθαμε να δούμε». Αν ναι, να καθόμαστε, εντάξει. Αμα δεν καθόμαστε, δεν καθόμαστε. Σκόλασε. Μας έδειρε.

1. Το πρόγραμμα υλοποιήθηκε από τα Πανεπιστήμια Πατρών και Ιωαννίνων με χρηματοδότηση από το υπουργείο Γεωργίας μεταξύ 2000-2002. Επιστημονικός υπεύθυνος ήταν ο Χ. Κασίμης και η ερευνητική ομάδα απαρτιζόταν από τους Β. Νιτσιάκο, Ε. Ζακοπούλου και Α. Παπαδόπουλο και με επιστημονικούς συνεργάτες τους: Μ. Φώκου, Κ. Μάντζο και Χρ. Κασίμη.



  • Κοπή πίττας της Αδελφότητας Πύργου-Κόνιτσας Αθηνών 2010
  • Απόκριες 2012 στο Πεκλάρι
  • Συναυλία του Γιάννη Αγγελάκα 2011
  • Η στάθμη του ποταμου στο Χ.Α.Δ.Α τον Νοέμβριο του 2018

Συντάκτες



Pagemaker