Βρίσκεστε εδώ: HomeΠαράδοσηΠαραδοσιακή αρχιτεκτονικήΟι βρύσες των χωριών μας άλλοτε και τώρα…

Οι βρύσες των χωριών μας άλλοτε και τώρα…

  Οι βρύσες των χωριών μας άλλοτε και τώρα…
Του ΝΙΚ. Χ. ΡΕΜΠΕΛΗ, φιλολόγου

Όταν οι άνθρωποι, στα χρόνια εκείνα τα παλιά και τους μακρινούς μ.Χ. αιώνες, αλλά και ανέκαθεν, ήθελαν, για πολλούς και διαφόρους λόγους, να φύγουν απ’ εκεί και να εγκατασταθούν, συν γυναιξί και τέκνοις, κάπου αλλού, το πρώτο, που τους απασχολούσε, ήταν, αν το μέρος αυτό είχε άφθονα νερά, πηγές ακόμα και κάποιο διπλανό χείμαρρο, γιατί ήξεραν πόσο αναγκαίο είναι το ευλογημένο νερό και ως πόσιμο και ως κινητήρια δύναμη των υδρόμυλων για το άλεσμα του σιταριού, αλλά και πόσο χρήσιμο για τις καθημερινές τους ανάγκες (πότισμα κήπων, σελιών, χωραφιών κ.λ.π.).
Έπρεπε, λοιπόν, εκ προοιμίου, να είναι εξασφαλισμένο το πολύτιμο αυτό αγαθό, το νερό, με το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, ο υψιπέτης λυρικός ποιητής Πίνδαρος (περίπου 518-438 π.Χ.) αρχίζει την επίνικον ωδή των Ολυμπίων: «Άριστον μεν ύδωρ…», αφού χωρίς αυτό δεν μπορεί να νοηθεί και να υπάρξει ζωή.
Να, λοιπόν, γιατί ο προσωκρατικός φυσικός φιλόσοφος Θαλής ο Μιλήσιος (πρώτο μισό του 6ου π.Χ. αι.) θεώρησε το νερό ως την πρώτη αρχή των όντων και των πραγμάτων.

Αφού, λοιπόν, το νερό είναι στοιχείο «εκ των ων ουκ άνευ» για τη ζωή των ανθρώπων, την αναβλάστηση της φύσης, την ευφορία των καρπών γης κ.λ., επόμενο ήταν να θεοποιηθούν μεγάλα ποτάμια (Νείλος) και διάφοροι μύθοι και θρύλοι να δημιουργηθούν για δήθεν Στοιχειά, που προστατεύουν τις βρύσες (κρήνες), για Νηρηίδες, κοινώς Νεράιδες, που παραμένουν σ’ αυτές και έχουν, κατά παλαιά δοξασία, υπερφυσικές δυνάμεις.
Όταν, λοιπόν, έβλεπαν να αναβλύζει κάπου νερό ή να ρέει υπογείως και να χάνεται, άρχιζαν τις εργασίες για να το φέρουν σε μέρος, που να είναι προσιτό και να εξυπηρετεί όσο το δυνατό περισσότερους κατοίκους.
Στην αρχή αρκούσε ένας καλοκτισμένος τοίχος και μια βαθουλωτή πέτρινη ή και ξύλινη λεκάνη (κοπάνα, σιοπτούρα) στο στόμιο εκροής του νερού. Αργότερα, μετά παρέλευση αρκετών δεκαετιών, σε νέα ανακαίνιση της βρύσης, έχτιζαν παράπλευρους τοίχους για στήριξη της στέγης, άφηναν κάποια καμάρα στον τοίχο, στον οποίο εντοίχιζαν πλάκα, στην οποία χάραζαν ότι η βρύση (κρήνη) ανακαινίστηκε το έτος … με δαπάνη του τάδε ξενιτεμένου, ο οποίος προφανώς, ήθελε να συνδέσει το όνομά του με κάποιο κοινωφελές έργο στο χωριό του. Ο μερακλής μάστορας μπορούσε να τοποθετήσει στον τοίχο πλάκα με εγχάρακτη παράσταση ενός ελαφιού, δένδρου κ.λ. Εξυπακούεται ότι δίπλα στη βρύση έχτιζαν πεζούλι για να κάθονται οι περαστικοί. Ακόμη και ποτίστρες υπήρχαν σε μερικές για τα ζώα τους.
Οι βρύσες των χωριών μας είναι, ως επί το πλείστον, απλές στην κατασκευή, με πελεκητή, βέβαια, πέτρα, χωρίς όμως τον πλούσιο εκείνο γλυπτικό διάκοσμο, που τον βρίσκουμε σε περίτεχνες κρήνες, («χάρμα οφθαλμών») της άλλης Ελλάδος.
Οι βρύσες έπαιρναν το όνομα εκείνου που βρήκε και έβγαλε το νερό ή της εκκλησίας, παρεκκλησίου, που είναι κοντά ή του χρηματοδότη ή και Τούρκου, που ενδιαφέρθηκε γι’ αυτές. Πρβλ.: «στου πασά τη βρύση», «στου Τούρκου τη βρύση ή πηγάδ’» (στην είσοδο της Βούρμπιανης), «στου Αγά τη βρύση», όπως γράφει στο διήγημά του «σιτάρι – κριθάρι» ο Βλαχογιάννης (…«το παιδί στου Αγά τη βρύση πότισε το άλογο»). Πρβλ. επίσης βρύσες, που λέγονται: Κρυόβρυσες (Βούρμπιανη), στου Καλιόμπεη τη βρύση (βορ. των Χιονιάδων. Λέγεται και στου Κάλη τη βρύση), Ζιαρνοβότα (λ. σλαβ. =  για καλό νερό, βορ. Πυρσόγιαννης, στη βρύση του Γραμματικού (μεταξύ Βούρμπιανης και Ασημοχωρίου, όπου είχε κτήμα ο Κώστας Γραμματικός, Πετρονέρι (Ίσβορος), Κρυονέρι, πρβλ. ακόμη και χωριά: Βρυσοχώρι, Καλόβρυση κ.λ.
Πρέπει να τονίσουμε ότι όλες οι βρύσες των χωριών μας έχουν, κρύο, δροσερό, χωνευτικό, εύγευστο νερό, που πίνεις και δεν το χορταίνεις.
Ας σημειωθεί εδώ ότι στο χωριό Εξοχή υπάρχει βρύση με καλοδουλεμένη πέτρα, χτισμένη με μεράκι, με σταυρωτή καμπυλωτή στέγη, που δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για προσκυνητάρι σε σχήμα μεγάλου ιερού κουβουκλίου.

Με τις βρύσες συνδέονται στενά πολλές εθιμικές και λατρευτικές εκδηλώσεις. Γνωστές είναι οι προσφορές σ’ αυτές νυχτοχάραγα της Πρωτοχρονιάς. Και σήμερα ακόμη τρέχουν πολλοί, πρωί-πρωί στη βρύση να πάρουν «αμίλητο νερό», αφού προηγουμένως την αλείψουν με βούτυρο και μέλι και σκορπίσουν γύρω της ξηρούς καρπούς, πολυσιτόρια (χρονιάρα μέρα όπως είναι), λέγοντας την ευχή: «όπως τρέχει το νερό, καθαρό και δροσερό, έτσι να τρέχει και το βιος μας». Φεύγοντας από τη βρύση, δεν μιλούν σε κανένα (αμίλητο νερό), για να μην ταραχθεί η ησυχία του Στοιχειού, που την προστατεύει.
Με τις βρύσες συσχετίζονται και σήμερα πολλά λατρευτικά γαμήλια έθιμα. Το Σαββατόβραδο του γάμου και από το σπίτι του γαμπρού και της νύφης πήγαιναν εν πομπή με τα λαϊκά όργανα στην κοντινή βρύση να πάρουν νερό για να ζυμώσουν το «κανίσ’». Στη βρύση ένα παιδί (αγόρι) του οποίου ζούσαν οι γονείς, έπαιρνε νερό, γέμιζε το γκιούμι κι όλοι μαζί με τραγούδια γύριζαν στο σπίτι για να κάνουν τη ζύμη (και πάλι το παιδί κοσκίνιζε πρώτο λίγο αλεύρι) αντίληψη, βέβαια, εσφαλμένη, για να γεννήσει η νύφη αγόρι. Αλλά και τη δεύτερη μέρα του γάμου, που πήγαινε στη βρύση η νύφη να πάρει, για πρώτη φορά νερό, απαραίτητος προπομπός της ήταν το αγόρι που γέμιζε το δοχείο κι έπαιρνε τη δραχμή, που έριχνε στη λεκανίτσα η νύφη. Ποιος υπολόγιζε στα γαμήλια αυτά έθιμα τα κορίτσια!..
Δεν παραλείπω να παραθέσω δύο τραγούδια απ’ αυτά, που έλεγαν το Σαββατόβραδο, όταν πήγαιναν να πάρουν νερό:
«Τρέχουν τα νερά, τρέχουν
οι βρύσες, τρέχ’ η αρχοντιά
να δει τη νύφη κι οι
αρχόντισσες να την ξετάσουν».
Ή το άλλο:
«Μεσ’ στην αγιά Παρασκευή
κοιμάται η κόρη μοναχή.
Κοιμάται κι ονειρεύεται
και γλιέπει πως παντρεύεται.
Και το πρωί σηκώνεται
παίρνει νερό και νίβεται,
σαπούνι σαπουνίζεται
και το γυαλί γυαλίζεται.
(Βλ. Χ. Ρ. Κονιτσιώτικα, σ. 92).

Στις βρύσες των χωριών, που τότε έσφυζαν από ζωή και κίνηση, τα βράδια με το σούρουπο μαζεύονταν τα κορίτσια να πάρουν νερό. Η συνάντηση αυτή δεν ήταν απλώς ένα κοινό αντάμωμα· ήταν μια ξεκούραση, μια ανάσα, ύστερα από τις δουλειές της μέρας, μια εκτόνωση, όταν καθεμιά κοπέλα έλεγε τα δικά της. Το κουβεντολόι άρχιζε με τις δουλειές της μέρας, που έκαναν, πού πήγαν, τι είδαν, τι άκουσαν, τι θα κάνουν την άλλη μέρα, ποιες δουλειές επείγουσες τις περιμένουν την αυριανή μέρα, χωρίς να λείπει, βέβαια, και κάποιο ελαφρό κουτσομπολιό, αν τύχαινε κι άκουσαν κάτι το αξιοπερίεργο. Καμιά φορά λουτσίζονταν μεταξύ τους κι ύστερα γύριζαν στο σπίτι με τα γκιούμια γεμάτα με κρύο νερό.

Τα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια πολλοί εξωραϊστικοί, εκπολιτιστικοί Σύλλογοι, Αδελφότητες κ.λ. ανέλαβαν με αρκετή επιτυχία την ανακαίνιση ή και την εκ θεμελίων ανακατασκευή μιας βρύσης. Απαραίτητη η χαραγμένη επιγραφή: «Ανακαινίστηκε με δαπάνες του …τάδε Συλλόγου το έτος…». Έτσι βλέπει κανείς σήμερα καλαίσθητες βρύσες με ωραία στέγαστρα, που αποτελούν και ένα πόλο έλξης επισκεπτών και τουριστών.
Σημειώνω ότι ο πάλαι ποτέ μαθητής μου Γ. Ματσής μου έλεγε ότι στη Μόλιστα στην κοινόχρηστη βρύση, υπάρχει χαραγμένη επιγραφή: «ΧΑΝΔΟΝ Ω ΞΕΝΕ ΥΔΩΡ ΠΙΝΕ ΕΥΧΑΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΚΤΙΤΟΡΩΝ ΠΕΜΠΕ».
Το ομηρικό επίρρημα «χανδόν» (ο τόνος στη λήγουσα) προέρχεται από το ρ. «χαίνω» = χάσκω, έχω ανοιχτό το στόμα. Προτρέπεται δηλ. ο περαστικός να πιει νερό με ανοιχτό το στόμα, (αχόρταγα, λαίμαργα) και να κάνει ευχή γι’ αυτούς που την έχτισαν. Τις οίδε ποιος λόγιος της εποχής εκείνης υπέδειξε την επιγραφή με το επίρρ. «χανδόν».

Όλα τα ως άνω αφορούν στο πιο μακρινό και κοντινό παρελθόν. Σήμερα, αρχής γενομένης από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ζωή άλλαξε ριζικά. Οι συνθήκες διαβίωσης σήμερα στα χωριά είναι, ομολογουμένως, πολύ καλύτερες από εκείνες της προπολεμικής εποχής. Κάθε σπίτι έχει ηλεκτρικό φωτισμό και τέλειο δίκτυο ύδρευσης. Νερό άφθονο παντού. Κάθε σπίτι έχει το ηλεκτρικό του ψυγείο, πλυντήριο ρούχων, τηλεόραση κ.λ. Ακόμη και καλοριφέρ άρχισαν να βάζουν.
Που είναι όμως οι άνθρωποι; Τα δημοτικά σχολεία έχουν κλείσει εδώ και πολλά χρόνια και τα μεγαλόπρεπα αυτά μεγάλα κτίρια (Βούρμπιανη, Πυρσόγιαννη, Κεράσοβο κ.λ.) δείχνουν τον αριθμό των μαθητών, που φοιτούσαν προπολεμικά. Από τότε που έκλεισαν, πώς να μείνουν οι κάτοικοι στα χωριά;
Σε μερικά απ’ αυτά, τα σχολεία μετατράπηκαν σε ξενώνες. Έστω, κάτι είναι κι αυτό, αφού εξυπηρετεί τους τουρίστες, κυνηγούς και τους λάτρεις της φύσης. Τα άλλα σχολικά κτίρια, κλειδοαμπαρωμένα από χρόνια, μένουν βουβά και άλαλα!

Δεν μένουν όμως βουβές και άλαλες οι βρύσες των χωριών μας, που με το σιγανό κελάρυσμά τους ευφραίνουν την ακοή μας. Το νερό τους, κρύο και δροσερό, κυλάει στ’ αυλάκι, δροσίζοντας τ’ αγριολούλουδα, τα οποία, ως αντιστάθμισμα, σκορπούν γύρω τους γλυκιά μοσχοβολιά.
Ένας φυσιολάτρης, ή όποιος άλλος, ας επισκεφτεί μια τέτοια βρύση των χωριών μας, π.χ. «του Γκίνη» στη Βούρμπιανη, ας καθίσει στο πεζούλι, ας θαυμάσει τη γύρω φύση με την πλούσια βλάστηση, κι ύστερα ας μοσκοφάει, μουσκεύοντας το ψωμί στο νερό και ρουφώντας γουλιά-γουλιά με το ‘πλόχερο νερό. Η βρύση δίπλα του θα συνεχίσει να κελαρύζει, σα να τον ευχαριστεί για την ολιγόλεπτη, έστω, συντροφιά του, αλλά και σα να παραπονιέται για την ερημιά του τόπου και τη μοναξιά της…

Πηγή: Πρωινός Λόγος Του ΝΙΚ. Χ. ΡΕΜΠΕΛΗ, φιλολόγου
  • ΓΕΦΥΡΑΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ
  • Το στέκι της γειτονιάς
  • Κονιτσιώτικη Κομπανία 1997
  • Απόκριες στο Πεκλάρι (Πηγή) Κονίτσης

Συντάκτες



Pagemaker