Βρίσκεστε εδώ: HomeΠεριηγήσεις - ΔιαδρομέςΠαρουσίαση της Κόνιτσας απο το Ελληνικό Πανόραμα

Παρουσίαση της Κόνιτσας απο το Ελληνικό Πανόραμα

Στο ψήλωμα του δρόμου, εκεί στην τελευταία στροφή που χάνεται η Κόνιτσα οριστικά απ’ τα μάτια, σταμάτησα για λίγο το αυτοκίνητο. Βγήκαμε έξω και στρέψαμε το βλέμμα δυτικά. Αγναντέψαμε τον κάμπο ως την άκρη του ορίζοντα, ως τις χιονισμένες κορυφές της Νεμέρτσικας, σύνορο ανάμεσα σ’ Ελλάδα και Αλβανία. Η μακρόστενη πεδιάδα έμοιαζε με πελώριο υφαντό, καμωμένο από τον αργαλειό της φύσης.

Το χαμηλό φως του δειλινού και η μεγάλη απόσταση πολύ λίγο αλλοίωναν τις λεπτομέρειες της «ύφανσης». Μιας ύφανσης που για χρώματα είχε τους απαλούς τόνους της χειμωνιάτικης γης και για μοτίβα τα περιγράμματα των καλλιεργημένων χωραφιών, τετράγωνα, παραλληλόγραμμα, τόξα και ρόμβους.

Υπήρχε ωστόσο κι ένα σχήμα ιδιαίτερο, πολύ διαφορετικό απ’ τ’ άλλα, που διαφέντευε τον κάμπο σ’ όλο του το μάκρος. Θύμιζε τεράστια κορδέλα σε χρώμα ασημόγκριζο, που με αλλεπάλληλες καμπύλες, ευθείες και στροφές εισχωρούσε αυθαίρετα στη γεωμετρία των χωραφιών, διασπούσε τη συνολική αρμονία σχημάτων και χρωμάτων. Ήταν ο αδιαφιλονίκητος αφέντης αλλά και προαιώνιος ευεργέτης και ζωοδότης του κάμπου της Κόνιτσας. Ο ποταμός Αώος!

Ρίχνουμε μια τελευταία ματιά στον τόπο, στον κάμπο, στο ποτάμι, στις κόκκινες κυματιστές στέγες της Κόνιτσας, στην παγωμένη κόψη της Γκαμήλας, στην μακρινή Νεμέρτσικα, στις δασωμένες με πεύκα και έλατα πλαγιές της Τραπεζίτσας.

Μετά από τόσες μέρες περιπλάνησης, εδώ στην άκρη της Ελλάδας, ζωντανεύουν μια-μια στη μνήμη οι εμπειρίες και οι στιγμές, η ωραιότητα κι η ποικιλία του τοπίου, η απλότητα, η καλοσύνη κι η φιλοξενία των ανθρώπων, έννοιες άγνωστες για τον απλό τουρίστα, τον διαβατικό επισκέπτη αυτού του τόπου. Δεν λυπόμαστε που εγκαταλείπουμε την Κόνιτσα. Σύντομα θάμαστε και πάλι εδώ. Η συστηματική μας γνωριμία με την περιοχή της μόλις τώρα αρχίζει.


 

Πηγή: Περιοδικό Ελληνικό Πανόραμα

 

{mospagebreak title= Στο δρόμο για την Κόνιτσα}


 

Στο δρόμο για την Κόνιτσα

 

Τυχερός ο ταξιδευτής που ξεκινάει για την Κόνιτσα. Όποιο δρόμο κι αν πάρει, ανταμείβεται μ’ ένα ωραίο ταξίδι, πληθωρικό σε ποικιλία τοπίου και εικόνων. Μετά τις μαγευτικές πλαγιές του Βόϊου, τον πετρόχτιστο Πεντάλοφο και το Επταχώρι, μας αγκαλιάζει προστατευτικά η κοιλάδα του Σαραντάπορου. Στα μέσα του φετινού άνυδρου Γενάρη το ποτάμι θυμίζει μικρορρέμα, μόνον μια υδάτινη λωρίδα διαρρέει την γκριζωπή χαλικοστρωμένη κοίτη, αυτή την πελώρια χοάνη που έχει διανοιχθεί στο διάβα των αιώνων. Κάθε φορά που διαβαίνω το Σαραντάπορο μένω έκπληκτος, αναρωτιέμαι σε ποια γεωλογική περίοδο και ποιες κατακλυσμιαίες ποσότητες νερού διάβρωσαν τόσο πολύ τα γύρω βουνά και δημιούργησαν αυτό το απίστευτο πλάτος της κοιλάδας. Πριν πάρουμε την τελική ευθεία για την Κόνιτσα, λοξοδρομούμε για λίγο στα μαστοροχώρια της Πυρσόγιαννης και της Βούρμπιανης, στα απόμακρα χωριά του Γράμμου Ασημοχώρι, Χιονιάδες, Γοργοπόταμο και Πληκάτι. Σπανίζει η ανθρώπινη παρουσία τον χειμώνα. Από ελάχιστες καμινάδες βγαίνει καπνός. Πού είναι τα μπουλούκια των ξακουστών μαστόρων της πέτρας που λάμπρυναν με τα έργα τους την λαϊκή αρχιτεκτονική παράδοση της χώρας; Πού είναι οι ταλιαδόροι με τα ξυλόγλυπτα τέμπλα τους; Που είναι οι φημισμένοι Χιονιαδίτες ζωγράφοι; Μόνον μερικοί ηλικιωμένοι εξακολουθούν να φυλάνε σ’ αυτό τον σκληρό τόπο Θερμοπύλες. Η Ελλάδα του χθες χάνεται, ο παραδοσιακός τρόπος ζωής γίνεται γνωστός μόνον μέσα από τις διηγήσεις των τελευταίων επιζώντων.

Στο Πληκάτι τερματίζει η ασφάλτινη διαδρομή, φτάνει στα όριά της η Ελλάδα. Πάνω απ’ το ορεινό χωριό ορθώνονται οι φοβερές πλαγιές του Γράμμου, που καταλήγουν στην κορυφή 2.520, την τέταρτη υψηλότερη της χώρας. Ο ψυχρότατος βοριάς στροβιλίζει πάνω από τις λιγοστές καμινάδες τον καπνό, η μυρωδιά του ξύλου πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Ένα ταβερνάκι μοιάζει ανοιχτό. Πλησιάζουμε. Στο άνοιγμα της πόρτας μια γλυκιά ζέστη μας χαϊδεύει.

- Καλώς τους, ελάτε να ζεσταθείτε, λέει πρόσχαρα ένας άντρας.

Η ξυλόσομπα καίει δυνατά, καθισμένοι δίπλα της βρίσκονται δυο άντρες.

- Να κεράσουμε ένα τσιπουράκι; Λέει ο ένας. Πίνουμε στην υγειά τους.

- Το καλοκαίρι ναρθείτε, που ζωντανεύει το χωριό. Και ν’ ανεβείτε και στο Γράμμο.

Απομεσήμερο, ξαφνικά συνειδητοποιούμε ότι πεινάμε.

- Καθημερινή σήμερα, δεν έχουμε μεγάλη ποικιλία στο μαγαζί, λέει ο Βασίλης Νάτσης, ο ταβερνιάρης. Όμως όλο και κάτι θα βρεθεί. Φιλαρέτα, λέει στη γυναίκα του, φτιάξε μια ομελέτα με πατάτες στα παιδιά, φέρε φασόλια φούρνου και τυρί.

- Πάρτε και δυο πέστροφες, τώρα τις έφερα, λέει ο ένας απ’ τους δυο θαμώνες. Είναι ο Χρόνης που διατηρεί ιχθυοτροφείο κοντά στον Βοϊδομάτη.

Αυγά απ’ το χωριό, φασόλια και πατάτες χωρίς λίπασμα, φέτα γίδινη σπιτίσια και πέστροφα ολόφρεσκη. Τι παραπάνω θα μπορούσαν να πεθυμήσουν δυο πεινασμένοι ταξιδιώτες στο χειμωνιάτικο Πληκάτι;

- Βασίλη ώρα να φύγουμε, τι να σου δώσουμε; ρωτάω τον ταβερνιάρη.

- Τι να μου δώσετε; Όλα είναι δικιά μας παραγωγή. Μόνον τις πέστροφες αγόρασα απ’ το Χρόνη. Δώστε τέσσερα ευρώ, τα τσίπουρα είναι κερασμένα.

- Μόνον τόσα; ρωτάω κατάπληκτος.

- Ναι, τόσα είναι, δεν παίρνω παραπάνω απ’ όσα δικαιούμαι.

Πριν τους αποχαιρετήσουμε, έρχεται η Φιλαρέτα μ’ ένα σακουλάκι. Μέσα έχει βάλει μια βρασιά φασόλια, τα μικρότερα φασολάκια που έχω δει ποτέ.

Φτάνουμε δειλινό στην Κόνιτσα. Διασχίζουμε το κέντρο και ανηφορίζουμε τις στροφές με κατεύθυνση προς Δίστρατο. Λίγα λεπτά αργότερα, στο υψηλότερο σημείο της πόλης, εμφανίζεται το KONITSA MOUNTAIN HOTEL, ένα ξενοδοχείο εκπληκτικό. Εξίσου θερμό είναι το καλωσόρισμα της οικογένειας Εξάρχου. Μέσα σε λίγα λεπτά μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν άνθρωποι δικοί τους.

Το βύθισμα του ήλιου μας βρίσκει στο μπαλκόνι του δωματίου μας, θεατές προνομιούχους σε θεωρείο θεάτρου. Σκηνή είναι η απέραντη πεδιάδα σκηνοθέτης η φύση και πρωταγωνιστές οι ροδόχροες ανταύγειες, που κάθε λεπτό μεταβάλλουν αποχρώσεις στον ορίζοντα της δύσης. Χωρίς αμφιβολία το ξενοδοχείο βρίσκεται στο κορυφαίο σημείο του τόπου.

 

Πηγή: Περιοδικό Ελληνικό Πανόραμα

 

 

{mospagebreak title= Στις γειτονιές της Κόνιτσας}


 

Στις γειτονιές της Κόνιτσας

 

Με το φως της μέρας ξεκινάμε με τον Δήμαρχο Χαράλαμπο Εξάρχου την περιήγηση της πόλης. Στα μάτια του φευγαλέου επισκέπτη η Κόνιτσα αποκαλύπτει μόνον την κεντρική πλατεία και τον δρόμο της αγοράς, αρνείται να φανερώσει την πολύπτυχη γοητεία της. Το γραφικό πρόσωπο της πόλης βρίσκεται κυρίως κρυμμένο στις απότομες ανηφοριές της, στα καλντερίμια που διασώθηκαν. Εκεί παραμένουν στοιχεία που αναδεικνύουν την παλιά όψη της πόλης, το αρχιτεκτονικό της παρελθόν. Αρχοντικά επιβλητικά, χτισμένα με πελεκητή πέτρα από τους φημισμένους ντόπιους μαστόρους, αυλές στρωμένες με ωραίες πλάκες, αυλόπορτες ξύλινες, βαριές, με αψίδες και πλατυκέφαλα καρφιά. Ανάμεσά τους η οικία Σχοινά, τυπικό δείγμα Κονιτσιώτικου αρχοντικού, η οικία Χούσου με αυλόπορτα και σχιστόπλακες, η οικία Κούσιου με την εντυπωσιακή αυλόθυρα, η οικία Βαδάση με το μεγάλο πεύκο. Κάθε σπίτι και μια μεγάλη οικογένεια με φήμη, πλούτη και ιστορία αιώνων. Μεριά κατοικούνται, συνεχίζουν τη μακρόχρονη ζωή τους. Αλλά είναι σφαλιστά και σκοτεινά, καθένα για το δικό του λόγο. Υπάρχουν και κάποια ερειπωμένα, δεν άντεξαν τη φθορά του χρόνου και την ανθρώπινη εγκατάλειψη. Ένα από αυτά είναι το επιβλητικό αρχοντικό του Χουσεΐν Σίσκου, σε ερειπιώδη πια μορφή. Μόνον η τοιχοποιία του πρώτου ορόφου διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Αποτελείται από πελεκητούς λίθους γκρίζου γρανίτη. Με τον ίδιο λαξευτό γρανίτη είναι χτισμένη η κυρία είσοδος. Στο πάνω μέρος διακρίνεται ανάγλυφη η κτητορική επιγραφή με αραβικά στοιχεία και χρονολογία πιθανότητα του 18ου αιώνα. Το εσωτερικό, αν και έχει υποστεί μεγάλες φθορές, αποκαλύπτει τη μεγαλοπρέπεια του κτίσματος με ημικυκλικές πέτρινες σκάλες και πλακόστρωτο δάπεδο στο ισόγειο, πολλά κύρια και βοηθητικά δωμάτια, ξύλινα δάπεδα στους ορόφους, τζάκια, καμάρες, κελάρια, ένα σύνολο πολύπλοκο με αφθονία χώρων, που αποδείκνυε την οικονομική ευρωστία του ιδιοκτήτη του. Είναι κρίμα ένα τέτοιο οίκημα να περιμένει μοιρολατρικά τη σταδιακή του κατάρρευση.

Πολύ πιο τυχερή είναι η «Οικία της Χάμπως», το μεγαλόπρεπο αρχοντικό της μητέρας του Αλή Πασά. Είν’ ένα μακρόστενο οίκημα μεγάλων διαστάσεων, στο ένα άκρο του οποίου δεσπόζει ένας ορθογώνιος πύργος, σε ύψος περίπου διπλάσιο από το υπόλοιπο κτίριο. Η πέτρινη κατασκευή είναι συμπαγής, φρουριακή, με ελάχιστα μικρά παράθυρα σε μεγάλο ύψος από το έδαφος και στέγη πλακοσκέπαστη. Επιβλητική είναι η αψιδωτή είσοδος, που οδηγεί στον ευρύτατο χώρο της αυλής. Περιμετρικά της οικίας σώζονται μεγάλα τμήματα της ισχυράς οχύρωσης. Όταν οι εκτεταμένες εργασίες ανάπλασης ολοκληρωθούν, η Οικία της Χάμπως θα αποτελεί έναν μνημειακό χώρο για την πόλη της Κόνιτσας.

Πολύ κοντά στην παμπάλαια οικία της Χάμπως βρίσκεται η σύγχρονη οικία της κυρίας Ευδοκίας. Η ψημένη πίτα ευωδιάζει ως την αυλή. Μια μικρή στάση είναι απαραίτητη αρχικά για να παρακολουθήσουμε τη διαδικασία κατασκευής και αργότερα την νοστιμιά της πίτας της. Κάθε πρωί η κυρά-Ευδοκία ανασκουμπώνεται από νωρίς, ανοίγει τα φύλλα, ετοιμάζει τη γέμιση και, λίγες ώρες μετά, μερικές θαυμάσιες πίτες με διαφορετικές γεύσεις είναι έτοιμες για το «Σπιτικό», το μαγαζάκι του γιου της Αντώνη στην αγορά της Κόνιτσας.

Από την Πάνω Κόνιτσα παίρνουμε τις κατηφοριές για την Κάτω Κόνιτσα. Είναι οι δυο συνοικίες, όπου κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας ήταν συγκεντρωμένος ο πληθυσμός της πόλης. Στην Πάνω Κόνιτσα, που αποκαλείτο και Βαρόσι, πλειοψηφούσε το Χριστιανικό στοιχείο, ενώ στην Κάτω Κόνιτσα πλειοψηφούσαν οι Μουσουλμάνοι. Στα μέσα του 19ου αιώνα υπήρχαν συνολικά στην πόλη 300 σπίτια Μουσουλμάνων και 219 Χριστιανών.

Η Κόνιτσα απελευθερώθηκε από τους Τούρκους την 24η Φεβρουαρίου 1913, ημέρα Κυριακή. Η πληθυσμιακή σύνθεση της πόλης πήρε την οριστική της μορφή μερικά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1926 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Τότε αποχώρησαν οι Μουσουλμάνοι και ήρθαν οι πρόσφυγες από τη Μ. Ασία. Η πρώτη ομάδα, με 15 οικογένειες, ήταν από τα Φάρασα της Καππαδοκίας. Σ’ αυτή την ομάδα περιλαμβάνετο, βρέφος ακόμα τότε, και ο μετέπειτα πασίγνωστος για την αγιοσύνη του βίου του Αγιορείτης Γέροντας Παΐσιος. Η δεύτερη ομάδα, που ήταν και η μεγαλύτερη, προήρχετο από το Μπιστί της Καππαδοκίας. Ξεπερνώντας τις αρχικές δυσκολίες προσαρμογής, οι πρόσφυγες με τον καιρό συνήθισαν την νέα πραγματικότητα και τις ιδιαιτερότητες της καινούργιας τους πατρίδας.

Στη διαδρομή μας προς την Κάτω Κόνιτσα συναντάμε την ογκώδη κεντρική εκκλησία του Αγ. Νικολάου με τον μεγάλο πλάτανο. Η ύπαρξη του ναού χρονολογείται πριν από το 1612, με τη σημερινή του όμως μορφή υφίσταται από την δεκαετία του 1830. Στην Κάτω Κόνιτσα βρίσκεται και ο ναός των Αγ. Αποστόλων, που χτίστηκε το 1791 σε παλαιότερη εκκλησία. Πάνω στο δρόμο και με ευρύτατη θέα στον κάμπο, δεσπόζει με τους χαρακτηριστικούς της τρούλους η νεώτερη εκκλησία του Αγ. Κοσμά, χτισμένη προς τιμήν του Κοσμά του Αιτωλού, που πέρασε και δίδαξε στην Κόνιτσα.

Με χρόνο και υπομονή στη διάθεσή μας μπορούμε να ανακαλύψουμε μερικές από τις αντιπροσωπευτικές γωνιές της Κόνιτσας: το πετρόχτιστο, μεγάλων διαστάσεων κτίριο της «Αναγνωστοπούλειας Γεωργικής Σχολής», που χτίστηκε το 1925 με δωρεά του Παπιγκιώτη Μιχαήλ Αναγνωστόπουλου, την ωραία κεντρική πλατεία με τις λιθόστρωτες ανηφοριές της, την αγορά με τα μικρομάγαζα όπου κάποτε στεγάζετο το πασίγνωστο Παζάρι της Κόνιτσας, που συγκέντρωνε παραγωγούς και προϊόντα απ’ όλη την περιοχή.

Εδώ μπορούμε να δούμε τις χειροποίητες «μασίνες», τις περίφημες αυτές ξυλόσομπες, που είναι ιδανικές για μαγείρεμα και θέρμανση. Μπορούμε να δοκιμάσουμε – αν προλάβουμε – τις πρωινές πίτες της κυρά-Ευδοκίας στο «Σπιτικό», να αγοράσουμε φρεσκοκομμένο καφέ και μια εκπληκτική ποικιλία σπιτικών προϊόντων από το μαγαζάκι «Συνάντησις» της Ελένης Παπαμιχαήλ, να απολαύσουμε καφεδάκι και ρομαντική μουσική στο Καφέ «Memories» μπροστά στην πλατεία ή να χαλαρώσουμε στην ωραία αίθουσα του κεντρικού ξενοδοχείου «Κούγιας». Στο μικρό χρυσοχοείο του μπορούμε να γνωρίσουμε τον ιστοριοδίφη και ερευνητή της Κόνιτσας Σωτήρη Τουφίδη και να επωφεληθούμε από την εμπειρία και τα βιβλία του.

Κατηφορίζοντας προς το ποτάμι επιβάλλεται μια μικρή στάση στο καφενείο του Φώτη και της Δήμητρας με το τζάκι, την αυθεντική ατμόσφαιρα και την θορυβώδικη παρουσία των θαμώνων, το ντόπιο τσίπουρο με την ποικιλία των μεζέδων. Ήδη ορθώνεται μπροστά μας το σύμβολο της Κόνιτσας, το θρυλικό γεφύρι του Αώου. Όταν κατασκευάστηκε αρχικά, το 1823, ήταν ξύλινο και δεν άντεξε την ορμή του ποταμού. Το 1870 όμως ο Αώος δαμάστηκε από την τέχνη και εμπειρία του πρωτομάστορα Ζιώγα Φρόντζου απ’ την Πυρσόγιαννη. Λίγο πιο πάνω σώζεται ένα τελευταίο απομεινάρι από την παρουσία των Τούρκων, το τζαμί που χτίστηκε το 1536 από τον Σουλτάνο Σουλεϊμαν τον μεγαλοπρεπή. Δίπλα τρία αιωνόβια κυπαρίσσια και το πετρόχτιστο διώροφο με την θαυμάσια «Φωτογραφική Έκθεση Μνημείων της Περιοχής».

Η πιο κουραστική μας βόλτα ξεκινάει από το εκκλησάκι της Αγ. Βαρβάρας και τερματίζει στα υπολείμματα του Μεσαιωνικού Κάστρου, σε περίοπτη θέση πάνω απ’ το γεφύρι και το φαράγγι του Αώου. Την κορυφαία εικόνα της συνολικής περιοχής μας χαρίζει το εξωκκλήσι του Προφητηλία σε υψόμετρο 1100 μέτρων και σε απόσταση 6 χλμ. Β της πόλης.

Στην μακραίωνη διαδρομή και στις αναρίθμητες περιπέτειες της Κόνιτσας, από την προϊστορική περίοδο ως τις μέρες μας, θα ήταν αδύνατον ν’ αναφερθεί το παρόν άρθρο. Συνιστούμε όμως θερμά το εκπληκτικό σε πληρότητα, συνοπτικότητα αλλά και εγκυρότητα βιβλίο του Κονιτσιώτη συγγραφέα Γιάννη Λυμπερόπουλου, «ΚΟΝΙΤΣΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ», (Βιβλιοπωλείο διάθεσης: Νίκος Πλουμής, τηλ. 26550-24574, Κόνιτσα).

 


Πηγή: Περιοδικό Ελληνικό Πανόραμα


 

 

{mospagebreak title= Κυριακάτικο πρωϊνό στην Πηγή}


 

Κυριακάτικο πρωϊνό στην Πηγή

 

7 χλμ. Α της Κόνιτσας βρίσκεται η Πηγή, χτισμένη με μεγάλη αμφιθεατρικότητα στις ΒΔ πλαγιές της Τραπεζίτσας. Στο κυριακάτικο πρωινό του Γενάρη ο οικισμός προβάλλει νοτισμένος από την καταχνιά που αναδύεται πάνω από τη ρεματιά του «Ποταμού». Είναι η ώρα που σχολάει η λειτουργία στην εκκλησία του Αϊ-Γιώργη. Οι χωριανοί, φορώντας τα καλά τους, βγαίνουν από την εκκλησία και μας καλωσορίζουν πρόσχαρα, ανηφορίζουν παρέες – παρέες προς το καφενείο του χωριού.

- Ας πούμε μια καλημέρα στον παπά-Βαγγέλη, λέει ο Δήμαρχος.

Στη συντροφιά έρχεται και ο Σταύρος Κίτσιος, Ιεροψάλτης και Δημοτικός Σύμβουλος.

- Πιθανολογείται, ότι το χωριό πρωτοκατοικήθηκε τον 13ο ή 14ο αιώνα, λέει ο Σταύρος. Η αρχική του ονομασία ήταν «Πεκλάρι» ή «Εμπεκλέρ». Τη δεκαετία του ’50, εξαιτίας των πολλών πηγών του, μετονομάσθηκε σε Πηγή. Είναι χτισμένο σε 4 μαχαλάδες: τον Πάνω Μαχαλά, τον Κάτω Μαχαλά, τους Μαντζαίους και τους Σπαναίους.

- Ελάτε να δείτε το εσωτερικό του ναού, λέει ο παπά-Βαγγέλης.

Πετρόχτιστη η εκκλησία με λιθανάγλυφη χρονολογία 1819. Το εσωτερικό είναι μια αποκάλυψη, όχι μόνον για τις θαυμάσιες τοιχογραφίες αλλά κυρίως για το τέμπλο, ζωγραφισμένο από Χιονιαδίτες ζωγράφους με απαλούς τόνους και φυτικά μοτίβα απαράμιλλης ομορφιάς.

- Και να σκεφθείτε, ότι πριν λίγα χρόνια ήταν καλυμμένο με μπογιά, προσθέτει ο παπά-Βαγγέλης. Χρειάστηκαν ειδικοί και πολλή προσπάθεια για ν’ αποκαλυφθεί αυτό το αριστούργημα.

Δίπλα στην πλατεία διατηρείται σε θαυμάσια κατάσταση το πετρόχτιστο σχολείο. Στη δεκαετία του 1940 τα παιδιά ξεπερνούσαν τα 100 και οι κάτοικοί τους 500. Σήμερα κατοικούν μόνιμα 50 και στο σχολείο δεν ακούγονται φωνές παιδιών.

- Αν όλα παν καλά, λέει ο Δήμαρχος, το Σχολείο θα ξαναζωντανέψει, θα στεγάσει τον ξενώνα του χωριού.

Πανέμορφος οικισμός η Πηγή, περίκλειστη με δασωμένα βουνά από παντού. Μόνον από τη χοάνη της χαράδρας του Ποταμού ξανοίγει στα ΒΔ ο ορίζοντας, που καταλήγει στην χιονισμένη οροσειρά της Νεμέρτσικας. Στο χαμηλότερο τμήμα της ρεματιάς προβάλλει ανάμεσα στα πλατάνια ένα πέτρινο γεφύρι εξαιρετικής κατασκευής, δωρεά του Γεώργιου Καραγιάννη στις αρχές του 20ου αιώνα. Δωρεές του ίδιου είναι ακόμα το Υδραγωγείο και ο κοιμητηριακός ναΐσκος του Αγ. Νικολάου.

Ανηφορίζουμε στον Πάνω Μαχαλά. Εδώ δεσπόζει ο παλιός πλακοσκέπαστος ναός του Αγ. Παντελεήμονα, στη σκιά υπεραιωνόβιου πλάτανου. Ανηφορίζοντας μέσα από πετρόχτιστα σπίτια το τσιμεντόστρωτο σοκάκι, φτάνουμε στην άκρη του χωριού, σε υψόμετρο 750 μ. Να ένα σπίτι με σαχνισί, να και κάποια πλακοσκέπαστα.

- Πως από το χωριό μας, βρε παιδιά; μας ρωτάει ένας πρόσχαρος άνθρωπος. Ελάτε από το σπίτι να πιούμε ένα καφεδάκι.

Το σπίτι του κυρ-Ευθύμη είναι φιλόξενο και ζεστό, μας υποδέχονται η γυναίκα και η κόρη του. Έρχεται στη συντροφιά και ο Ευθύμης Βουρδαύκας, Πρόεδρος του Εξωραϊστικού και Φιλοπρόοδου Συλλόγου Πηγής.

- Σας προσκαλώ την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Είναι μια συλλογική προσπάθεια που συμμετέχει όλο το χωριό με παραδοσιακές στολές, κρασί και τσίπουρο, σπιτικές πίτες και τουρσί, κλαρίνα, χορό και ξεφάντωμα ως το βράδυ. Ωραίο πανηγύρι γίνεται και στις 26 και 27 Ιουλίου, της Αγ. Παρασκευής και του Αγ. Παντελεήμονα. Και μια κι είστε εδώ, αξίζει μια βόλτα ως την Αγ. Παρασκευή, καταλήγει ο Ευθύμης.

Διασχίζουμε λοξά τα τελευταία σπίτια του χωριού. Το δρομάκι στενεύει, γίνεται πλακόστρωτο. Περνάμε δίπλα από την Πηγή του Μίλτου, με υπέροχο νερό. Αρχίζει καλντερίμι παλιό, εξαιρετικής κατασκευής, ανάμεσα σε ρυάκια και πλούσια βλάστηση. Ο ειδυλλιακός περίπατος διαρκεί ένα 8λεπτο. Τερματίζει μπροστά στο πετρόχτιστο εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής σ’ ένα τοπίο εκπληκτικό, με τεράστιες βαλανιδιές, πεύκα και πολύπλοκο ανάγλυφο.

Επιστρέφοντας περνάμε έξω από το καφενείο του χωριού. Όλοι απολαμβάνουν τη χειμωνιάτικη λιακάδα. Επιμένουν να καθήσουμε για ένα τσιπουράκι. Ήδη όμως μας περιμένει στο λημέρι του, στα υψίπεδα της Παλιάς Κλειδωνιάς, ο καλός μας φίλος, ο Νίκος ο Καμάς.

 

Πηγή: Περιοδικό Ελληνικό Πανόραμα

 

 

{mospagebreak title= Σην αετοφωλιά της παλιάς Κλειδωνιάς}

 


 


Σην αετοφωλιά της παλιάς Κλειδωνιάς

 

Τους βρίσκουμε καθισμένους στους ξύλινους πάγκους και στα τραπέζια της πλατειούλας, δίπλα σε μια μεγάλη συντροφιά. Είναι ο Νίκος Καμάς και ο γιος του Γιώργος, οι «ερημίτες» της Κλειδωνιάς. Μετά τα τσίπουρα και τα κρασιά του απομεσήμερου ήρθαν να ρωτήσουν την πελατεία τους, αν όλα παν καλά, αν χρειάζονται κάτι άλλο. Στο υψόμετρο των 900 μ. της πλατείας λιάζονται όλοι νωχελικά. Τα κλαδιά των δυο μεγάλων πλατάνων έχουν φυλλορροήσει από καιρό, οι ακτίνες του ήλιου περνάνε ανεμπόδιστα, ζεστές και φιλικές.

- Δεν είναι τούτος χειμώνας Κλειδωνιάς, λέει ο Νίκος καθώς μας αγκαλιάζει. Πού είναι οι όγκοι του χιονιού, που μας κρατούσαν αποκλεισμένους απ’ τον κάμπο; Που είναι οι παγωνιές που σπάζουν του σωλήνες του νερού; Αν είχαν βγει και φύλλα στα κλαδιά, θα νόμιζα πως ήρθε ο Μάης.

Παρατηρώ τον φίλο μου, που πρωτογνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, σε κείνες τις «διευθυντικές συναντήσεις» με γραβάτες και κοστούμια.

Τρία χρόνια πριν, ο «αυτοεξορισμός» του σ’ αυτή την αετοφωλιά του βορειότερου σημείου του Ζαγοριού, έμοιαζε με ενέργεια ανεξήγητη και παράλογη. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που προφήτευαν, ότι ο «Θεσσαλονικιός»δεν θ’ άντεχε την ερημιά και απομόνωση της Πάνω Κλειδωνιάς. Αγνοούσαν όμως τη φιλοσοφία και την κουλτούρα του Νίκου του Καμά. Και την αδιαπραγμάτευτη απόφασή του να απεμπλακεί οριστικά από την μεγάλη πόλη και τους ψυχοφθόρους της ρυθμούς. Σύμμαχους πολύτιμους είχε την μικρή του οικογένεια, τη γυναίκα και το γιο του. Η Βούλα και ο Γιώργος αποδείχτηκαν άξιοι μαχητές, ενάντια στις πολλαπλές αρχικές αντιξοότητες. Πάντα με υπομονή, αισιοδοξία και αστείρευτο χαμόγελο. Η αναγνώριση και η ανταμοιβή δεν άργησαν να έρθουν. Μόνον καλά λόγια ακούγονται από ντόπιους κι από ξένους για τις υπηρεσίες που προσφέρει η οικογένεια Καμά. Γεύσεις Ελληνικής κουζίνας, παραδοσιακές και νοστιμότατες, κρέατα στα κάρβουνα εκλεκτά, τσίπουρο και κρασί εξαίρετης ποιότητας. Μα πάνω απ’ όλα φιλοξενία σπιτική, εγκαρδιότητα ανεπιτήδευτη και μόνιμο χαμόγελο. Αυτή είναι η κουλτούρα, αυτό είναι το επίπεδο της οικογένειας Καμά. Κι αν κάποιος νιώσει κουρασμένος ή θελήσει ν’ απολαύσει για περισσότερες μέρες τα θέλγητρα της Κλειδωνιάς και της γύρω περιοχής, υπάρχει δίπλα του ο «Φιλοξενώνας Ζαγόρι», γλυκύτατος, μικρός, με 4 δωμάτια όλα κι όλα. Άρωμα καθαριότητας και τάξης, άριστα κρεβάτια και ησυχία μοναδική. Ο ύπνος στο υψίπεδο των 900 μέτρων είναι αληθινή εμπειρία.

Βραδιάζει. Κρύβεται ο ήλος πίσω απ’ τα βουνά, η θερμοκρασία πέφτει κατακόρυφα, μας ξαναθυμάται ο Γενάρης. Μαζευόμαστε όλοι γύρω απ’ το τζάκι, που ποτέ δεν σβήνει ως τον Ιούνη.

- Κάνουμε έτσι και οικονομία στα σπίρτα, λέει ο Νίκος και ρίχνει στη φωτιά άλλο ένα κούτσουρο. Έρημο από τη δεκαετία του ’60 το χωριό, είχε ως τρία χρόνια πριν για μόνους του κατοίκους τον μπάρμπα-Νίκο και την κυρά-Ελευθερία, το ηλικιωμένο ζευγάρι κτηνοτρόφων. Σήμερα ξαναρχίζει ν’ αποκτάει ζωή. Κάθε φορά που ανηφορίζουν κάποιοι ντόπιοι για ένα καλό κρασί και τσίπουρο ή όσοι – λίγοι – έχουν σπίτι εξοχικό. Και κάθε φορά που μερικοί ταξιδευτές θέλουν να ζήσουν αυθεντική ατμόσφαιρα φιλοξενίας σε ορεινό χωριό. Γιατί η Παλιά Κλειδωνιά δεν είναι πέρασμα για πούλμαν και τουρίστες. Είναι προορισμός για λίγους και εκλεκτούς, νοσταλγούς ενός παρελθόντος που όλο και σπανίζει.

 

Πηγή: Περιοδικό Ελληνικό Πανόραμα

 

{mospagebreak title= Στο Φαράγγι του Βοϊοδομάτη}


 

Στο Φαράγγι του Βοϊοδομάτη

 

Αν τα τρία ποτάμια της Κόνιτσας διαγωνίζονταν μεταξύ τους, τότε ο Αώος θ’ ανακηρύσσετο αναμφίβολα ο πιο άγριος, ο Σαραντάπορος ο πιο νωχελικός και ο Βοϊδομάτης – με παμψηφία- ο πιο γοητευτικός. Κανένας από τους άλλους δυο δεν τολμάει να του αμφισβητήσει το απόλυτο φυσικό κάλλος, την υπέρτατη ωραιότητα. Δεν είναι μόνον τα κρυστάλλινα νερά του, τα πιο διάφανα ίσως της Ευρώπης. Δεν είναι μόνον το απαράμιλλο φυσικό τοπίο που περιβάλλει τη ροή του. Είναι κυρίως η συνολική γαλήνη και ηρεμία, αυτή η απέραντη φιλικότητα και προσήνεια που αποπνέει σε κάθε σημείο της διαδρομής του ο ποταμός, ακόμη και όταν κυλάει στενεμένος και γοργός πάνω σε βότσαλα και προσπαθεί να προσποιηθεί – χωρίς επιτυχία – τον θυμωμένο. Εξίσου φιλικό και ευκολοδιάβατο – απ’ όλη την οικογένεια – είναι και το μονοπάτι που διασχίζει το φαράγγι του, από την υπέροχη παλιά γέφυρα στο ύψος της Κλειδωνιάς ως την αδιάφορη νεότερη, κάτω απ’ την Αρίστη.

Δεν θα επιχειρήσω να περιγράψω τη ομορφιά της διαδρομής, θα ήταν τόλμημα υπερφίαλο. Το μόνο που μπορώ να πω είναι, ότι σ’ όλη τη διάρκεια της ωριαίας πορείας μας είχαμε την αίσθηση μιας αδιάκοπης, μυστικής επαφής με τα νερά του ποταμού, γοργοκίνητα ή γαλήνια, τους πελώριους κορμούς και τις ρίζες των αιωνόβιων πλατάνων, τις μικρές ακτές με βότσαλα ή με άμμο και τις αναρίθμητες μικροπηγές που ανάβλυζαν από τις όχθες με κρυστάλλινο νερό.

Φτάσαμε στο μοναστηράκι των Αγ. Αναργύρων, μοναχικό και ερειπωμένο. Κανείς μοναχός δεν μας περίμενε με τσιπουράκι και λουκούμι, το μαναστηριακό κέρασμα που τόσο επιθυμούσαμε. Απομείναμε εκεί ώρα πολλή, στον απόηχο των νερών του Βοϊδομάτη, σ’ έναν χώρο λιτό και ιερό, που κάθε επισκέπτης της Κόνιτσας οφείλει στον εαυτό του.


 

Πηγή: Περιοδικό Ελληνικό Πανόραμα

 

 

{mospagebreak title= Στην σμίξη των δύο ποταμών}


 

Στην σμίξη των δύο ποταμών

 

Μέρες τώρα ακούμε για την «σμίξη», τη «δέση» Βοϊδομάτη και Αώου.

- Είναι ωραίος τόπος εκεί όπου τα ποτάμια ενώνουν τα νερά τους. Μόνο που, χωρίς ντόπιο, μπορεί να χαθείτε, μας λεν οι φίλοι μας στην Κόνιτσα.

Να η πρόκληση μπροστά μας. Επιχειρούμε να εντοπίσουμε μόνοι μας τη σμίξη απ’ τη μεριά του Βοϊδομάτη. Η επιχείρηση καταλήγει σε παταγώδη αποτυχία. Που γίνεται ακόμη πιο οδυνηρή, όταν υποψιαζόμαστε, ότι η σμίξη είναι κάπου εκεί, αθέατη κοντά μας αλλά με πρόσβαση αδύνατη. Υπαίτιος είναι το δάσος, που καταλήγει στην αριστερή όχθη του Βοϊδομάτη, πυκνό και αδιαπέραστο.

Λίγες μέρες μετά κατηφορίζουμε από την Πάνω Κλειδωνιά. Χαμηλά απλώνεται η κάτοψη του κάμπου, ένα υπερθέαμα σχημάτων και χρωμάτων. Να και οι κοίτες Αώου και Βοϊδομάτη, λευκές από τα βότσαλα. Ανάμεσά τους κυριαρχούν οι βαθυγάλαζες λωρίδες απ’ τη ροή των ποταμών. Σε κάποιο σημείο οι δυο λωρίδες συναντώνται. Παρά την μεγάλη απόσταση η ένωση είναι ευδιάκριτη, όπως και το πυκνό δάσος που είχε σταθεί εμπόδιο απ’ τη μεριά του Βοϊδομάτη. Αντίθετα η κοίτη του Αώου φαίνεται προσβάσιμη ως τη σμίξη. Επισημαίνουμε κάποιους δρόμους και χαρακτηριστικά σημεία του κάμπου ως την κοίτη του Αώου. Ακριβώς απέναντι από το πρατήριο της SHELL στην Κλειδωνιά μπαίνουμε σε άσφαλτο, που γίνεται μετά αγροτικός δρόμος με λακούβες. Στα 3 χλμ. σταματάμε μπροστά σε εγκαταστάσεις ιχθυοτροφείου. Ένας νέος άντρας μας φαίνεται γνωστός. Είναι ο Χρόνης Σίββας, του οποίου τις πέστροφες είχαμε απολαύσει στο Πληκάτι.

- Πως κι έτσι, βρε παιδιά, από τον τόπο μας;

- Ψάχνουμε τη σμίξη.

- Ελάτε πρώτα να πιούμε ένα καφεδάκι και να σας συστήσω τους γονείς μου.

Ο μπάρμπα – Κώστας κι η κυρά-Αναστασία είναι άνθρωποι γλυκύτατοι, μας υποδέχονται σαν νάμαστε μέλη της οικογένειας. Περνάμε ανάμεσα από τις δεξαμενές με πέστροφες διαφόρων μεγεθών, που γεννιούνται και αναπτύσσονται σ’ αναπτύσσονται σ’ αυτά τα ψυχρά, πεντακάθαρα νερά. Είναι η πηγή «βουβό», που πηγάζει ανάμεσα στην Καλλιθέα και Κλυδωνιά. Το ποταμάκι πήρε την ονομασία του από την ήσυχη ροή του. Φτάνουμε σ’ ένα τσίγκινο ψαροκάλυβο. Μικρό, λιτότατο, μόνο τα απαραίτητα. Μια μασίνα σκορπίζει στο χώρο ζέστη δυνατή.

- Το αγαπάμε πολύ αυτό το καλυβάκι, λέει ο μπάρμπα-Κώστας. Τα βράδια που βρέχει, μας παίρνει ο ύπνος με τις σταγόνες της βροχής πάνω στον τσίγκο.

Θυμάται το παρελθόν, την πονεμένη του παιδική ηλικία στα χρόνια του εμφυλίου. Θυμάται τον πατέρα του, που πρώτος ασχολήθηκε με την ιχθυοκαλλιέργεια στον κάμπο. Είναι όμως ώρα να πάμε για τη σμίξη.

- Στο γυρισμό σας περιμένουμε για ένα τσιπουράκι.

Σ’ ένα 5λεπτο η κοίτη είναι μπροστά μας, πελώρια, καλυμμένη από βότσαλα. Πάνω τους κυλάει ο Αώος βουερός. Σε κάποια σημεία το πλάτος του ξεπερνάει τα 40 μέτρα. Βαδίζουμε στο πλάι του πάνω στις κροκάλες, για ένα 20λεπτο μας συντροφεύει με τον ήχο του. Σ’ ένα σημείο η ροή του ποταμού διασπάται ανάμεσα σε μικρονησίδες σχηματισμένες από αμμοχάλικο. Είμαστε ήδη πολύ κοντά στο αντικρινό βουνό. Πελώρια σκλήθρα ορίζουν τη διαδρομή του αθέατου ακόμα Βοϊδομάτη.

Λοξεύουμε αριστερά. Σε λίγα λεπτά μια άλλη κοίτη φανερώνεται μπροστά μας, με πιο ήπια ροή. Είναι ο Βοϊδομάτης, πρασινωπός και πιο διάφανος από τον Αώο. Ή μήπως έτσι μας φαίνεται; Μια χερσόνησος τριγωνική, καλυμμένη από παχύ στρώμα άμμου, παρεμβάλλεται ανάμεσα στα δυο ποτάμια. Στη μύτη της ενώνονται τα νερά των ποταμών με κυματάκια και αφρούς. Επιτέλους, μετά από τόση μοναξιά στις ξέχωρές τους κοίτες, Αώος και Βοϊδομάτησς συναντιούνται και, αδελφωμένοι πια, κυλούν γοργά να συναντήσουν πιο κάτω το τρίτο μέλος της υδάτινης οικογένειας, τον Σαραντάπορο.

Για μια σχεδόν ώρα απορροφούν τους λογισμούς μας η γαλήνη του τοπίου, το παραποτάμιο δάσος, οι γύρω κορυφές ως το βάθος του ορίζοντα, το βουητό από το προαιώνιο συναπάντημα των δυο ποταμών. Ωστόσο, έξω από το ψαροκάλυβο, το τραπέζι είναι στρωμένο δίπλα στο νερό. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με τσίπουρο εκλεκτό. Γευόμαστε φρέσκια μυζήθρα και εξαίσια καπνιστή πέστροφα. Νιώθουμε με την οικογένεια Σίββα σαν φίλοι από χρόνια. Είναι αληθινή τύχη μέσα σ’ ένα πρωινό να γνωρίζουμε την φύση και τους ανθρώπους του κάμπου στις ωραιότερες στιγμές τους. Η κυρά-Αναστασία, εν τω μεταξύ, δεν κάθεται μαζί μας στο τραπέζι. Ετοιμάζει δυο βαζάκια με δικό της τραχανά και συσκευάζει με φροντίδα όλα τα αυγά που έχει μαζέψει από τις κότες.

- Μα, για τι μας τα βάζεις όλα; διαμαρτύρομαι.

- Γιατί είναι χωριάτικα και φρέσκα. Μόλις γεννήσουν οι κότες εμείς πάλι θα έχουμε.

- Κι όποτε θέλεις να κοιμηθείς εδώ, το ψαροκάλυβο είναι ανοιχτό, λέει στον Πέτρο ο μπάρμπα-Κώστας.

Τσουγκρίζουμε και πάλι τα ποτήρια μας.

- Εύχομαι να μην είναι η τελευταία φορά, λέει ο Χρόνης.

Να είσαι βέβαιος, καλέ μας φίλε, θα υπάρξουν κι άλλες.


 

Πηγή: Περιοδικό Ελληνικό Πανόραμα

 

{mospagebreak title= Συνοπτική περιήγηση στην Κόνιτσα} 


 

Συνοπτική περιήγηση στην Κόνιτσα

 

Ανεξάντλητες μοιάζουν να είναι οι περιηγητικές δυνατότητες της Κόνιτσας και θα μπορούσαν να συντηρήσουν για πολλές μέρες ή και εβδομάδες το ενδιαφέρον του επισκέπτη. Για την αξιόπιστη παρουσίασή τους απαιτείται οπωσδήποτε μια σειρά άρθρων. Προς το παρόν, πάντως, μπορούμε να επισημάνουμε και να συστήσουμε μερικά από τα σημαντικότερα σημεία ενδιαφέροντος:

1. ΛΟΦΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ (6 ασφάλτινα χλμ. Β της Κόνιτσας, υψομ. 1100μ.). Κατοπτική εικόνα της πόλης, του κάμπου και πανοραμική θέα της Νεμέρτσικας (2.209μ.) και μερικών από τις υψηλότερες βουνοκορφές της χώρας: Σμόλικας (2.637 μ.), Γράμμος (2.520μ.), Γκαμήλα (2.497μ.).

2. ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΠΗΓΗ με τις εκκλησίες και το γεφύρι της (7 χλμ. από Κόνιτσα).

3. ΔΙΑΣΧΙΣΗ ΤΗΣ ΛΑΚΚΑΣ ΑΩΟΥ, της μαγευτικής ορεινής διαδρομής 60 χλμ. μέχρι το Χιονοδρομικό της Βασιλίτσας, μετά από τους οικισμούς ΕΛΕΥΘΕΡΟ, ΠΑΛΑΙΟΣΕΛΛΙ, ΠΑΔΕΣ, ΑΡΜΑΤΑ, ΔΙΣΤΡΑΤΟ.

4. ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΑ ΤΡΙΑ ΜΑΣΤΟΡΟΧΩΡΙΑ, ΓΑΝΝΑΔΙΟ, ΜΟΛΙΣΤΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ (ΤΕΥΧΟΣ 11)

5. ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΑ ΦΗΜΙΣΜΕΝΑ ΜΑΣΤΟΡΟΧΩΡΙΑ ΠΥΡΣΟΓΙΑΝΝΗ ΚΑΙ ΒΟΥΡΜΠΙΑΝΗ και στα χωριά του Γράμμου ΑΣΗΜΟΧΩΡΙ, ΧΙΟΝΙΑΔΕΣ, ΓΟΡΓΟΠΟΤΑΜΟ και ΠΛΗΚΑΤΙ.

6. ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ (13ου-14ου αι.) 2,5 περίπου χλμ. Δ της Κόνιτσας, 700 μ. πάνω από το θαυμάσιο αγροτουριστικό συγκρότημα με ξύλινες κατοικίες VILLA RUSTICA.

7. Προς την ίδια κατεύθυνση (Δ) επίσκεψη στο πασίγνωστο ΜΠΟΥΡΑΖΑΝΙ με τον ΝΕΡΟΜΥΛΟ, το ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΑΡΚΟ των 1200 στρεμμάτων, το ξενοδοχείο και το εστιατόριο.

8. Επίσκεψη στον Μεθοριακό Σταθμό της ΜΕΡΤΖΙΑΝΗΣ και στον οικισμό της ΚΑΛΟΒΡΥΣΗΣ με την κοιλάδα του ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ που χωρίζει Ελλάδα και Αλβανία.

9. Επίσκεψη στην φημισμένη ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΜΟΛΥΒΔΟΣΚΕΠΑΣΤΗΣ (αρχές 14ου αι.)

10. Επίσκεψη στα χωριά Αηδονοχώρι, Μολυβδοσκέπαστη και τον ερειπωμένο οικισμό ΠΩΓΩΝΙΣΚΟ. Υπέροχο φυσικό περιβάλλον και παμπάλαια μνημεία Ορθοδοξίας.

11. Από την παλιά γέφυρα της Κλειδωνιάς διάσχιση για μια ώρα του εκπληκτικού φαραγγιού του Βοϊδομάτη, ως την ερειπωμένη Μονή των ΑΓ. ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ του 1658.

12. Επίσκεψη και διανυκτέρευση στον “ΦΙΛΟΞΕΝΩΝΑ ΖΑΓΟΡΙ» στα υψίπεδα της Πάνω Κλειδωνιάς (υψόμ. 900 μ.), με τους υπέροχους υστεροβυζαντινούς ναούς και το πανέμορφο μονοπάτι 2 ωρών ως το Πάπιγκο (τεύχος 42)

13. Μετά από μισής ώρας ευχάριστη πεζοπορία, γνωριμία με το εκπληκτικό τοπίο της «Σμίξης» Βοϊδομάτη και Αώου.

14. Διάσχιση για 1 ώρα και 15΄του μεγαλειώδους Φαραγγιού του Αώου ως την φημισμένη Μονή Στομίου.

15. Για τους δυνατούς πεζοπόρους (κατά την θερινή περίοδο) ανάβαση στις θρυλικές Δρακόλιμνες της Γκαμήλας και του Σμόλικα.

16. Πολλαπλές δραστηριότητες υπαίθρου με RAFTING και ΚAYAK σε Βοϊδομάτη και Αώο.

Αυτή είναι μια πρώτη συνοπτική καταγραφή μερικών από τα χαρακτηριστικότερα σημεία ενδιαφέροντος της περιοχής της Κόνιτσας, μιας από τις πιο ιδιαίτερες της χώρας. Συνδυάζει τρία ποτάμια, δυο ορεινές λίμνες, μερικά από τα υψηλότερα βουνά, έξοχη αρχιτεκτονική παράδοση, αναρίθμητα και παμπάλαια μνημεία Ορθοδοξίας, σημαντική τουριστική υποδομή και ανθρώπους με υψηλό αίσθημα φιλοξενίας και προσφοράς στον επισκέπτη του τόπου.

Απολαύστε την για όσες περισσότερες μέρες είναι δυνατόν.


 

Πηγή: Περιοδικό Ελληνικό Πανόραμα

  • Δίστρατο - Γενική άποψη
  • Η Θερμοκρασία το πρωι στους μείον 10 βαθμούς
  • Η κομπανία των Χαλκιιάδων
  • Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Τάκη Φασούλη

Συντάκτες



Pagemaker