Βρίσκεστε εδώ: HomeΠεριηγήσεις - ΔιαδρομέςΣτα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας

Στα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας

 «Πιστέψτε με, σας επαναλαμβάνω ότι είναι σκαρφαλωμένα στα βουνά». «Ποια;», ρωτάμε όλο ζήλια, που όμως επιμελώς την κρύβουμε πίσω από μια ψεύτικη αδιαφορία. Το πρόσωπο του συναδέλφου μοιάζει μαγεμένο, το βλέμμα αλλοπαρμένο, μόλις έχει γυρίσει από περιοδεία, βλέπεις

Ενώ εμείς μείναμε σφηνωμένοι, κακιωμένοι και πεισμωμένοι στα γραφεία. Ε, όχι, δε θα του κάνουμε τη χάρη να τον ακούσουμε για να επιμηκύνει τη χαρά του ταξιδιού του. Να όμως που τον ακούμε. Ξέρει να περιγράφει ο άθλιος, ο τυχεράκιας, ο συνάδελφος Θανάσης Μπαλοδήμας, που αδίστακτα και ανελέητα συνεχίζει να μας βασανίζει. «Είναι πνιγμένα κάτω από βαθύσκια πλατάνια. Στις πετροκτισμένες βίγλες πάνω από τις ποτάμιες κοιλάδες και τα περάσματα, εκτείνονται τα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας.

Με κεφαλοχώρι την Πυρσόγιαννη, κτισμένα δεξιά και αριστερά του ποταμού Σαραντάπορου, φτάνουν μέχρι τις παρυφές του Γράμμου. Η ιστορία τους ξεκινά από το 16ο αιώνα, την εποχή των συνεχών μετατοπίσεων των πληθυσμών. Σταδιακά, οι ντόπιοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την αγροτική και κτηνοτροφική εργασία, που δεν απέδιδε πλέον και άρχισαν να αναδεικνύουν την τέχνη τους στο πελέκημα και στο χτίσιμο της πέτρας, στο σκάλισμα του ξύλου και στη ζωγραφική (αγιογραφία).

Εργάζονταν συνήθως σε ομάδες (μπουλούκια - συντεχνίες) και μετακινούνταν όλοι μαζί σε συγκεκριμένες εποχές του χρόνου. Πολλοί από αυτούς τους μαστόρους τράβηξαν για χώρες του εξωτερικού: Τουρκία, Αμερική, Κονγκό, Αβησσυνία, Αίγυπτος, Σουδάν, Αιθιοπία, Ταγκανίκα, Περσία και Ινδία.



Μιλούσαν μεταξύ τους μια συνθηματική γλώσσα, τα "κουδαρίτικα", για να μην τους καταλαβαίνουν τα αφεντικά του σπιτιού, όπου εργάζονταν. Για παράδειγμα, την κυρά ή αφεντικίνα, την έλεγαν Ντένσκα ή Μπαρέσω. Το αφεντικό, Μπαρέ. Η φράση "η Μπαρέσω θα πραβίσει μάνιμα για το μακρύ", σήμαινε "η κυρά θα φτιάξει φαγητό για το μεσημέρι".

Από τα Μαστοροχώρια, η Πυρσόγιαννη, η ΚαστανέαΚαστάνιανη), η ΠηγήΠεκλάρι), η Βούρμπιανη και το ΚάντσικοΔροσοπηγή) ήταν φημισμένα χωριά με μαστόρους της πέτρας. Το Γαναδιό είχε πλούσιους εμπόρους, ξενιτεμένους στα ανατολικά κράτη κυρίως. Ο Γοργοπόταμος φημιζόταν για τους σκαλιστάδες του ξύλου, τους γνωστούς ξυλογλύπτες του Τουρνόβου ή αλλιώς Ταλιαδόρους. Τα περισσότερα ξυλόγλυπτα τέμπλα των εκκλησιών της Ηπείρου και άλλα σε άλλες περιοχές της Ελλάδας είναι δικά τους έργα. Το χωριό Χιονάδες, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, γέννησε τους περίφημους Χιοναδίτες ζωγράφους, λαϊκούς αγιογράφους της Ηπείρου, που εξαπλώθηκαν σε περίπου εκατό γειτονικά χωριά. Στη βιβλιοθήκη της Πυρσόγιαννης, οι ντόπιοι έχουν περισυλλέξει αξιόλογο ανέκδοτο υλικό (γράμματα και φωτογραφίες, καθώς και εργαλεία της μαστορίτικης τέχνης).



Τα ίδια τα πετρόκτιστα σπίτια των χωριών δείχνουν με τον καλύτερο τρόπο τη σπουδαία τέχνη των μαστόρων. Η όψη των σπιτιών διέφερε από χωριό σε χωριό, λόγω της διαφορετικής ποιότητας και απόχρωσης της πέτρας, με την οποία κτίστηκαν. Για παράδειγμα, λέγεται ότι η πέτρα της Πυρσόγιαννης ήταν κατώτερης ποιότητας από αυτήν της γειτονικής Καστάνιανης. Γι' αυτό και στην Πυρσόγιαννη, οι μαστόροι χρησιμοποιούσαν και ξυλοδεσίματα για να ενισχύσουν τους τοίχους. Ο Σαραντάπορος που έστεκε εμπόδιο ανάμεσα σε πολλά χωριά, οι ανήφοροι που οδηγούσαν στα μέρη όπου ήταν σκαρφαλωμένα τα Μαστοροχώρια και τα πρωτόγονα μέσα μεταφοράς (ζώα και κάρα) εμπόδιζαν τη μεταφορά πέτρας από άλλα χωριά. Ο καθένας συμβιβαζόταν με αυτό που υπήρχε γύρω του».

«Τέλειωσες;», ρωτάμε δήθεν ανυπόμονα, ενώ στην ουσία θέλουμε να μην έχει τέλος η αφήγηση, για να νιώσουμε και εμείς πως τα είδαμε όλα αυτά, πως τα ζήσαμε. Ουτοπίες...

«Οχι, δεν τέλειωσα, λέει. Τα τελευταία χρόνια γίνονται κάποιες προσπάθειες - κύρια από τους κατοίκους και τους τοπικούς φορείς - να ξαναζωντανέψει η τέχνη των μαστόρων. Ακόμα, να αναπαλαιωθούν παλιά σπίτια και να αναδειχτούν τα παλιά καλντερίμια. Τα θαμμένα κάτω από το τσιμέντο. Επίσης, όσοι έχουν πλέον την οικονομική δυνατότητα προσπαθούν να αντικαταστήσουν τις σκεπές από τσίγκο με τις παραδοσιακές από πέτρινες πλάκες ή κεραμίδι.



Ο τσίγκος χρησιμοποιήθηκε ευρέως, για να αντικαταστήσει τις παλιότερες, φθαρμένες σκεπές, λόγω της φθήνιας του ως υλικού και εξαιτίας της άσχημης οικονομικής κατάστασης των περισσότερων Ηπειρωτών. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι στην Ελλάδα της ΟΝΕ και του μετρό, η Ηπειρος συνεχίζει να είναι η φτωχότερη περιφέρεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Είναι τόσο όμορφα, και όμως, σε ό,τι αφορά τους ίδιους τους κατοίκους, ο αριθμός τους μειώνεται συνεχώς. Οσοι απέμειναν, είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ηλικιωμένοι. Η ανεργία, η έλλειψη υποδομών, η μόνιμη αίσθηση εγκατάλειψης οδήγησαν και οδηγούν τους νεότερους στη μετανάστευση, εσωτερική ή εξωτερική. Το αποτέλεσμα είναι τα περισσότερα χωριά να δίνουν την εικόνα ερήμωσης. Μια εικόνα, που βελτιώνεται μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, λόγω της εφήμερης επιστροφής κάποιων αδειούχων.

Οι επισκέπτες μπορούν να βρουν κατάλυμα στα ξενοδοχεία, στους ξενώνες και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια της γειτονικής Κόνιτσας (η απόσταση από την πρωτεύουσα της επαρχίας δεν ξεπερνά τη μισή ώρα με το αυτοκίνητο). Η Πυρσόγιαννη και η Μόλιστα διαθέτουν παραδοσιακούς ξενώνες. Σε όλα τα χωριά λειτουργούν καφενεία και εστιατόρια...».

Και ξαφνικά σταματά, κάτι άλλο τον απασχολεί, με την άνω τελεία αποχωρεί. Πάει να γράψει ίσως. Και εμείς οι δύστυχοι, μόλις είχαμε μπει μέσα στην ιστορία και είχαμε την ψευδαίσθηση πως είχαμε πατήσει το πόδι μας στα Μαστοροχώρια. Ευτυχώς που μας άφησε, γενναιόδωρα δε λέμε, τις φωτογραφίες. Κάτι είναι και αυτό...

 

 

Πηγή: ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

  • 001_5
  • Επαρχεία Κόνιτσας
  • Πάνω Κόνιτσα 2010
  • Βλαχομαχαλάς

Συντάκτες



Pagemaker